Νέο δίλημμα έσκασε τις προάλλες στην παρέα οπότε αποφάσισα να το εκμεταλλευτώ και να γράψω ορισμένες σκέψεις μου. Η ερώτηση απλή: Θα πήγαινες με τον άνθρωπο που έχεις ερωτευτεί αν ήξερες ότι θα είναι για μια νύχτα μόνο ή θα ήσουν υπέρ του «όλα ή τίποτα» από φόβο μήπως τελικά κολλήσεις περισσότερο;

Η απάντηση πα’ρόλα αυτά, όπως διαπίστωσα από τις διάφορες αντιδράσεις γνωστών και φίλων, δεν ήταν τόσο απλή. Όσα άκουσα ποίκιλαν ανάλογα με το χαρακτήρα του καθενός, ανεξαρτήτως φύλου.

Ίσως κάποιοι θα περιμένατε οι άντρες της παρέας να είναι πιο ανοιχτοί στο ενδεχόμενο της μιας βραδιάς αν τους έδινε μια γυναίκα το πράσινο φως αλλά τελικά τα στερεότυπα υπάρχουν για να καταρρίπτονται, όπως συνηθίζω να λέω. Αποδείχτηκε γι’ ακόμη μια φορά πως η συναισθηματική πλευρά ενός άντρα πραγματικά ερωτευμένου μπορεί πολλές φορές να σε εκπλήξει.

Δεν ήταν λίγοι όσοι ισχυρίστηκαν ότι για μια νύχτα θα μπορούσαν να απευθυνθούν αλλού και όχι στη γυναίκα για την οποία τρέφουν και συναισθήματα εκτός από σωματική έλξη. Το εκτίμησα κι ας μην είμαι τόσο απόλυτη σκεπτόμενη τη διαφορετικότητα κάθε κατάστασης.

Όπως και να ‘χει, συμπέρασμα με βάση την πλειοψηφία δε βγήκε, αφού υπήρξαν και ενδιάμεσες αποχρώσεις μεταξύ άσπρου και μαύρου τύπου «δεν ξέρω δεν απαντώ αν δε μου τύχει».

Ήρθε όμως η ώρα να πάρει και η δική μου γνώμη τη σκυτάλη. Κι επειδή εμένα μου έχει τύχει κάτι τέτοιο, θα απαντήσω με βάση το ότι χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο για πολύ καιρό λόγω της έκβασης του συγκεκριμένου περιστατικού.

Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα ότι σε πολλές περιπτώσεις το «τίποτε» δε μου ταιριάζει σαν άνθρωπο και φρόντισα ήδη αρκετές φορές να κάνω σαφές πως δεν έχω χειρότερο από τα απωθημένα. Στο συγκεκριμένο θέμα, λοιπόν, το «τίποτε» δεν αποτελεί πια επιλογή για μένα.

Αν είχα την ευκαιρία να βρεθώ με την καψούρα μου έστω και για μία νύχτα, θα πήγαινα και θα το ζούσα με τα χίλια. Θα κοιτούσα μέσα σε ένα βράδυ να δώσω και να πάρω όσα περισσότερα μπορώ. Θα φρόντιζα να βιώσω στο ζενίθ το κομμάτι εκείνο του έρωτα στο οποίο χρωστάει το όνομά του και που εξαιτίας του δεν τον λέμε συμπάθεια, αγάπη ή φιλία. Τον πόθο. Κι ας μην μπορούσα για τον Α’ ή Β’ λόγο να έχω αυτόν τον άνθρωπο δίπλα μου ως σύντροφο κι ας μην μπορούσα να μοιραστώ πλήρως μαζί του τα συναισθήματά μου.

Υποθέτω πως δε θα είναι λίγοι αυτοί που θα με πούνε αντι-ρομαντική, ίσως και ρηχή. Σεβαστή κάθε άποψη μα δεν ανήκω στην ομάδα του πληθυσμού που βάζει σε δεύτερη μοίρα τη σεξουαλική έλξη στον έρωτα κι αν μπορούσα να ικανοποιήσω έστω αυτή, θα το έκανα δίχως δεύτερη σκέψη.

Κάποιοι λένε πως το να πάρεις μια γεύση από κάτι που θέλεις κι έπειτα να φύγει είναι πιο βάρβαρο από το να μην το αποκτήσεις ποτέ. Ίσως να συμφωνούσα αν αυτό σήμαινε πως δε θα το είχα γνωρίσει εξαρχής. Από τη στιγμή που το γνώρισα όμως και πρόλαβα να νιώσω ό,τι ένιωσα, για μένα είναι πολύ πιο επώδυνη η αίσθηση του ανικανοποίητου απ’ όλες τις απόψεις, που σου αφήνει κάτι το εντελώς άπιαστο. Γιατί να μείνει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία ν’ αγγίξω ό,τι δεν μπορώ να κρατήσω, αν αυτή μου δοθεί;

Δε μου αρέσει να υπάρχουν μέσα μου φωτιές αν είναι να καίνε μόνο εμένα. Δε βρίσκω νόημα από τη μία να σκέφτομαι κάθε φορά λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, εμένα και το αντικείμενο του πόθου μου να σκίζουμε ρούχα και να γρατζουνάμε πλάτες με soundtrack τα πιο παθιάρικα τραγούδια κι από την άλλη να κλείνω την πόρτα στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας νύχτας μαζί του, από φόβο «μην κολλήσω περισσότερο».

Λες και αν δεν ενδώσω καθόλου δε θα είμαι ήδη κολλημένη. Λες και αν δεν ικανοποιήσω το κορμί μου που μετατρέπεται σε συναγερμό με κάθε βλέμμα του δε θα μου μείνει απωθημένο η αφεντιά του.

Αν ρωτάτε τη γνώμη μου, όταν λέμε «κόλλημα» εννοούμε «κόλλημα» και δεν έχω ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για λίγο κολλημένους με προοπτικές να γίνουν πολύ. Το λίγο δεν είναι κόλλημα είναι ενθουσιασμός. Κι εδώ δε μιλάμε γι’ αυτό.

Τι να φοβηθώ λοιπόν; Μήπως μετά το «ποπ» δεν έχει στοπ και διαπιστώσω ότι θέλω κι άλλο; Γιατί, πριν το «ποπ» δεν ήθελα; Περισσότερο θα με πείραζε η ύπαρξη του «καθόλου» παρά η έλλειψη του «κι άλλο». Πριν δε γινόμουν παρανάλωμα στη φαντασία μου για χάρη του; Στο όνομα ενός φόβου θα απωθήσω την πραγματικότητα και θα παραμείνω να σκίζω ρούχα στα όνειρα και τις ονειρώξεις μου; Όχι φίλοι μου, είμαι της πράξης με κάθε κόστος. Αν δεν μπορώ να μοιραστώ το συναίσθημα δε σημαίνει πως πρέπει να καταπνίξω την έλξη. Ούτε πρόκειται να αισθανθώ «χρησιμοποιημένη» αφού εκπλήρωσα κάτι που αποτέλεσε και δική μου απόφαση.

Κάθε φορά που φέρνουμε στο μυαλό μας την εικόνα αυτού ή αυτής που έχουμε καψουρευτεί δεν είναι το φιλί στο μάγουλο που θα σκεφτούμε και θα μας κάνει να ανατριχιάσουμε πατόκορφα, ας το παραδεχτούμε. Μπορεί στην πραγματικότητα να παθαίνουμε ταράκουλο ακόμη και με αυτό. Αλλά όταν είμαστε μόνοι εκείνο που ανατινάζει τα μέσα μας είναι πως, κάνοντας παιχνίδι στην έδρα μας, σκεφτόμαστε το αντικείμενο του πόθου μας να μας αρπάζει και να μας αλλάζει τα φώτα.

Αν ερχόταν λοιπόν το δικό μου αντικείμενο του πόθου, με σκοπό να μου αλλάξει τα φώτα έστω και χωρίς περαιτέρω υποσχέσεις, δε με κάνω εικόνα να βάζω φρένο λέγοντάς του «Όχι σε παρακαλώ! Σταμάτα γιατί φοβάμαι ότι μετά θα κολλήσω περισσότερο.» Αντιθέτως με κάνω εικόνα να του αλλάζω τα φώτα κι εγώ, γιατί δεν έχω μάθει να αφήνομαι παθητικά στο έλεος διάφορων διστακτικών «ναι μεν αλλά» .

Το μετά θα το σκεφτώ μετά. Σίγουρα όμως το πρόσημο στις εμπειρίες της ζωής μου θα είναι θετικό κι αυτό για μένα θα είναι κέρδος.

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου