Όπως πλέον οι περισσότεροι γνωρίζουμε, το φάσμα της σεξουαλικότητας είναι πολύ μεγάλο κι αποτελείται από πολλά χρώματα όπως και συνδυασμούς αυτών. Οι παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της σεξουαλικότητας ενός ανθρώπου δεν έχουν επιβεβαιωθεί, αλλά το πιθανότερο είναι ­–εκτός ίσως ελαχίστων εξαιρέσεων, τις οποίες συμπεριλαμβάνω ως πιθανότητες μιας κι αποφεύγω την απολυτότητα γενικά– η εκάστοτε σεξουαλική τάση να αποτελεί βιολογικό μας στοιχείο.

Με λίγα, λόγια δεν πρόκειται για κάτι επίκτητο (όχι κατά βάση τουλάχιστον), μιας και το γεγονός πως την αντιλαμβανόμαστε και την συνειδητοποιούμε πολλές φορές σε μεγαλύτερες ηλικίες δεν έχει να κάνει με το ότι αλλάζει κάτι μέσα μας τη δεδομένη στιγμή αλλά με τα κοινωνικά πρότυπα βάσει των οποίων μεγαλώνουμε και που ως παιδιά δεν ήταν δυνατόν να αντιπαλέψουμε, ώστε να κατανοήσουμε όσα μπορεί να μας συνέβαιναν.

Συμβαίνει, λοιπόν, κάποτε στη ζωή μας, έχοντας επιτέλους το κατάλληλο ερέθισμα και κίνητρο –συνήθως με αφορμή έναν άνθρωπο του ίδιου φύλου τον οποίο ερωτευόμαστε τόσο έντονα ώστε πλέον δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε τα συναισθήματά μας– να αντιλαμβανόμαστε εν τέλει πως είμαστε, για παράδειγμα, είτε ομοφυλόφιλοι είτε αμφιφυλόφιλοι. Κάποια δείγματα που ίσως είχαμε από μικρότερες ηλικίες ξαφνικά αποκτούν νόημα, πιθανά ανεξήγητα κενά μας τότε καλύπτονται κι εξηγούνται, η αίσθηση του ανικανοποίητου που ως εκείνη τη στιγμή μπορεί να βιώναμε βρίσκει απάντηση κι εμείς μη μπορώντας πλέον να κάνουμε τα στραβά μάτια, αφηνόμαστε κι αποδεχόμαστε μια ακόμη φυσιολογική διαφορετικότητά μας, που πιθανόν η κοινωνία να μας είχε περάσει σαν κάτι μεμπτό.

Έτσι, με βάση όλα τα παραπάνω δεδομένα, υπάρχει περίπτωση έπειτα από μια σχέση μας με άτομο του αντίθετου φύλου να δημιουργήσουμε μια σχέση με έναν άνθρωπο του ίδιου φύλου εφόσον εκείνη την τυχαία χρονική στιγμή τα ερεθίσματά μας μάς βοήθησαν να αντιληφθούμε τι μας συμβαίνει. Πολλές φορές, όμως, ο προηγούμενος σύντροφός μας –ειδικά αν έτρεφε έντονα συναισθήματα για εμάς– μπαίνει τότε στη διαδικασία να αναρωτιέται γιατί μετά απ’ τον ίδιο ή την ίδια εμείς καταλήξαμε ομοφυλόφιλοι ή bi.

Δυστυχώς, αν κι η ανασφάλεια που ίσως δημιουργείται σε μια τέτοια περίπτωση στον εκάστοτε πρώην σύντροφο είναι αιτιολογημένη, δεν υπάρχει απάντηση στους προβληματισμούς που μπορεί να τον ή την απασχολήσουν διότι τις περισσότερες φορές το timing σε αυτά τα θέματα δε σχετίζεται με κάποιο δικό του λάθος ή ανεπάρκεια. Είναι κι αυτό τυχαίο, όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις, κι έχει να κάνει με το πότε θα μπορέσει ο εκάστοτε άνθρωπος να παραδεχτεί και να δεχτεί όσα ήδη είχε μέσα του.

Είναι ανθρώπινο να ανησυχεί κάποιος για το τι μπορεί να πήγε στραβά και για το ποιες θα μπορούσε να είναι οι δικές του ευθύνες, όμως εκτός αν όντως ο ίδιος έκανε κάτι ακραίο –οπότε και περνάμε σε άλλα μονοπάτια που αγγίζουν την επιστήμη της ψυχολογίας– η μοναδική απάντηση που θα μπορούσε να του δώσει κανείς είναι πως δεν έφταιξε σε κάτι εκείνος και πως ακόμη κι αν στάθηκε κάτι εκ μέρους του αφορμή ώστε να επιταχύνει την όποια κατάσταση, δεν ήταν παρά μόνο αυτό: αφορμή κι όχι αιτία.

Μια άλλη σκέψη που ίσως περνάει απ’ το μυαλό ενός πρώην συντρόφου ο οποίος βιώνει τη συγκεκριμένη κατάσταση είναι ότι το κάποτε ταίρι του ήξερε ήδη τι του γινόταν κι απλώς του έκρυβε την αλήθεια για οποιονδήποτε λόγο. Ίσως νιώσει ακόμη πιο προδομένος σε μια τέτοια περίπτωση, αν και δεν υπάρχει καν λόγος να νιώθει κανείς προδομένος εξαιτίας αυτού, όμως ακόμη κι αν κάτι τέτοιο ίσχυε, ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει κάποιον ο οποίος ζώντας σε ένα περιβάλλον όχι απόλυτα συμφιλιωμένο με όλα αυτά θα επέλεγε από φόβο να κρύψει αυτό του το κομμάτι;

Αν σκεφτεί κανείς πως ειδικά στην πιο συγκεκριμένη περίπτωση ενός αμφιφυλόφιλου άντρα τα ταμπού είναι ακόμη πιο έντονα και πως μέχρι σήμερα όσο απαράδεκτο κι αν είναι πολλές κοπέλες εκεί έξω νιώθουν ότι ο ανδρισμός κάποιου μειώνεται αν όχι εξαφανίζεται στην ιδέα και μόνο μιας ομοφυλόφιλης επαφής, τότε δε θα μπορούσαμε να κακίσουμε έναν άνθρωπο ο οποίος δε θα ήταν έτοιμος να ρισκάρει τη σχέση του και μάλιστα για έναν τέτοιον λόγο.

Ό,τι κι αν συμβαίνει στον εκάστοτε άνθρωπο, λοιπόν, το να πέφτουμε στην παγίδα είτε να κατηγορούμε τους εαυτούς μας φοβούμενοι ότι υπήρξαμε ανεπαρκείς είτε να αναρωτιόμαστε αν ήταν μαζί μας ειλικρινής είναι ανούσιο. Όπως κάθε έκφανση της ζωής μας, έτσι και το εν λόγω θέμα είναι πολυπαραγοντικό και σίγουρα δεν περιστρέφεται γύρω από εμάς ο κόσμος.

Σε τελική ανάλυση, δε θα έπρεπε να μας αφορά καν με τέτοιον τρόπο το αν μετά από εμάς ο πρώην ή η πρώην μας κατέληξε με άτομο του ίδιου ή του αντίθετου φύλου, μιας και δεν αλλάζει κάτι, ούτε σηματοδοτεί κάποια ουσιαστική διαφορά για τη δική μας πορεία.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη