Πρωί Παρασκευής, έξω έχει εμφανιστεί ένας παραπλανητικός ήλιος κι εγώ αγουροξυπνημένη ανοίγω διάπλατα το παράθυρο για ν’ αεριστεί το σπίτι και το μυαλό μου, που βρίσκεται ακόμη μεταξύ ονείρου- πραγματικότητας. Βγαίνω για λίγο στο μπαλκόνι, με τις πιτζάμες ακόμη, κρατώντας τον ντεκαφεινέ μου στο χέρι. Δεν πρόκειται η «μη καφεΐνη» του να με ξυπνήσει, αλλά όλα είναι θέμα ψυχολογίας όπως καταλαβαίνετε.

Στο δίπλα μπαλκόνι κάνει σχεδόν ταυτόχρονα την εμφάνισή της -εξίσου αγουροξυπνημένη- η κοπέλα του διπλανού διαμερίσματος. Τεντώνεται και πλησιάζει τα κάγκελα. Σκύβει ελάχιστα και χαιρετάει κάποιον στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κοιτάζοντας προς τα ‘κει βλέπω το έτερόν της ήμισυ ν’ ανταποδίδει χαμογελώντας. Θα πηγαίνει για δουλειά, σκέφτομαι. Άθελά μου σκάω κι εγώ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι έπειτα της φωνάζω την ευδιάθετη καλημέρα μου.

Αφού τρόμαξε αρχικά, ούσα απορροφημένη στις χαιρετούρες και τα φιλάκια που έστελνε, γελάει και με καλημερίζει με την έξαψη της προηγούμενης κατάστασης ακόμη εμφανή στο πρόσωπό της. Ανταλλάζουμε λίγες κουβέντες, την πειράζω για τα μέλια και τα σιρόπια που έχουν πλημμυρίσει τον τόπο και ξαναχωνόμαστε και οι δυο στα δωμάτιά μας λόγω της ανοιξιάτικης ψύχρας.

Αυτή η όμορφη εικόνα με την οποία ξεκίνησε η μέρα μου, δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο για μένα.

Το ζευγάρι του διπλανού διαμερίσματος είναι μαζί πολλά χρόνια, συγκατοικούν περίπου μια δεκαετία και μόλις πάτησαν και οι δυο τους τα 30. Ουσιαστικά μεγάλωσαν μαζί, ενηλικιώθηκαν παρέα, μοιράστηκαν καλά και άσχημα, μπορούμε να μιλάμε ήδη σχεδόν για μια ολόκληρη ζωή.

Σίγουρα στην περίπτωσή τους η φράση «είμαστε ένα» σημαίνει κάτι πολύ πιο βαθύ από έναν στίχο σε τραγούδι που προσπαθεί να προκαλέσει βεβιασμένα ένα ακόμη ρομάντζο.

Στα 4 χρόνια που είμαι γειτόνισσά τους, δεν τους είδα ούτε ένα βράδυ να μένουν χωριστά. Δεν είμαι κανένας stalker, βέβαια, για να τους παρακολουθώ νυχθημερόν, αλλά την αίσθησή μου την έχουν επιβεβαιώσει και οι ίδιοι, μιας και μου έχουν πει πως δεν μπορούν να κοιμηθούν χώρια και δεν το ‘χουν κάνει ποτέ, ούτε στους πιο μεγάλους τσακωμούς τους. Ακόμη και τότε, στο τέλος λυγίζουν και αγκαλιάζονται χωρίς να χρειαστούν περαιτέρω εξηγήσεις.

Κι αν έχουν καυγαδίσει, πιστέψτε με! Δυστυχώς αυτές οι παλιές πολυκατοικίες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δε γνωρίζουν τι πάει να πει ηχομόνωση, οπότε χωρίς να είμαι η κουτσομπόλα της γειτονιάς, έχω ακούσει αρκετά πράγματα άθελά μου.

Δε φοβούνται να τα δώσουν όλα στον καυγά όπως δε φοβούνται να τα δώσουν όλα και στον έρωτα, αν μ’ εννοείτε. Δεν κάνουν τίποτε σε μέτριο volume. Θα φωνάξουν, θα βριστούν, θ’ αγκαλιαστούν, θα κάνουν σεξ, θ’ ακούσουν την ίδια μουσική, θα γυρίσουν σπίτι μετά από μεθύσι, θα γελάσουν, όλα στον υπερθετικό βαθμό και όλα μαζί, ακριβώς επειδή δε φοβούνται τη ζωή και δεν τους τρομάζουν τ’ άσχημα της συμβίωσης όταν εμφανίζονται.

Είναι δυο χαρακτήρες που συμφωνούν σχεδόν σε όλα ενώ διαφέρουν σχεδόν στα πάντα. Γι’αυτο το λόγο όμως είναι και μαζί.

Όλ’ αυτά τα μοιράζομαι μαζί σας με πολλή αγάπη, γιατί όσο κι αν ένιωθα άβολα στην αρχή, που άθελά τους με είχαν τρίτο αυτί στη σχέση τους πότε- πότε, τώρα είμαι κι εγώ ένα μικρό καλοπροαίρετο κομμάτι της κοινής τους ζωής, πλέον ως φίλη.

Δεν είμαι άνθρωπος που θα επέλεγε τη μακροχρόνια δέσμευση σε τόσο μικρή ηλικία. Μπορώ να σας πω όμως με σιγουριά, ότι το συγκεκριμένο ζευγάρι και το καμαρώνω και το ζηλεύω, με την καλή έννοια. Δεν είναι δυο συμβατικές προσωπικότητες που μετέτρεψαν τη μακροχρόνια σχέση τους σε ρουτινιασμένο γάμο, δεν το είδαν ποτέ σα δέσμευση και, όπως μου έχουν εκμυστηρευτεί, όταν ακούνε πως κάποιος παλιός συνομήλικος γνωστός τους παντρεύτηκε, εξακολουθούν να εκπλήσσονται σα να βρίσκονται ακόμη στα 19 τους, τότε που πρωτογνωρίστηκαν. Ο έρωτάς τους είναι ακόμη φοιτητής κι έτσι θα παραμείνει. Κόντρα σε πολλές δυσκολίες, κόντρα σε διάφορα κοινωνικά στερεότυπα, έχουν αποφασίσει να τα καταφέρουν. Και τα έχουν ήδη καταφέρει.

Στο παρόν κείμενο αποφάσισα να σας συστήσω ένα ζευγάρι που για τα δικά μου δεδομένα είναι πρότυπο και μ’ έχει κάνει να πιστεύω στο μακροχρόνιο δίχως να το συνδέω με το βαρετό.

Να σας συστήσω, λοιπόν, τη Νεφέλη και την Ηλιάνα. Δυο καλά μου φιλαράκια που κατάφεραν μαζί να μου βάλουν τα γυαλιά σε πολλά ζητήματα και να μου μάθουν πώς είναι να πολεμάς απέναντι σε διάφορους εξωτερικούς παράγοντες για να διατηρήσεις ό,τι πιο όμορφο έχεις στη ζωή σου, χωρίς ν’ αφήσεις τίποτε να σου το καταστρέψει. Ακόμη και απέναντι σε πράγματα που εμείς θεωρούμε δεδομένα.

«Δε θα ήθελα να παντρευτώ επειδή δε μου αρέσει σαν άνθρωπο η ιδέα του γάμου κι επειδή δεν το θεωρώ απαραίτητο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα έπρεπε να έχω την επιλογή να το κάνω αν το ήθελα», μου είχε πει κάποια στιγμή η Νεφέλη πάνω σε μια συζήτηση που είχαμε.

Τα κορίτσια αν ήταν άντρας και γυναίκα θα είχαν αυτομάτως το δικαίωμα να εξασφαλίσουν ο ένας τον άλλον και θα θεωρούνταν επισήμως (τι ηλίθια λέξη!) ζευγάρι στα μάτια αυτού του τσίρκου που ονομάζουμε «κοινωνία μας».

Κανείς δε θα εξέταζε τίποτε άλλο για τη μεταξύ τους σχέση, κανείς δε θα νοιαζόταν για το πώς φέρεται ο ένας στον άλλο, αν είναι ικανοί να γίνουν γονείς, αν είναι ερωτευμένοι ή αν παντρεύτηκαν από κοινωνική κεκτημένη ταχύτητα. Θα αρκούσε μόνο ο συνδυασμός άντρας- γυναίκα κι όλα θα έπαιρναν τον δρόμο της υποκριτικής μας νομιμότητας.

Δε χρειάζεστε κανέναν κορίτσια να σφραγίσει αυτό που έχετε, δεν έχετε ανάγκη δεκανίκια ούτε βούλες και υπογραφές να κατοχυρώσουν το ότι αγαπιέστε. Είναι εκείνο το γαμώτο, όμως, της γαμιμένης επιλογής που υποτίθεται ότι έχουν οι άνθρωποι όταν ισχυρίζονται πως είναι ελεύθεροι.

Γι’ αυτό το γαμώτο γράφω σήμερα στο όνομα ενός έρωτα φοιτητή.

Του δικού σας. 

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου