Αποφασίζεις να βγεις έξω. Στο μπαράκι που συχνάζεις με την παρέα. Αυτές τις νύχτες που το ίδιο σου το σώμα αναζητεί δόσεις αλκοόλ για να ξεδώσει μετά από μια εξαντλητική μέρα και αφήνεσαι σε ‘κείνο, ελπίζοντας να αναλάβει τη διασκέδασή σου. Και κάπου, κάποια στιγμή, μετά από αρκετή ώρα και ποτό, χάνονται οι συζητήσεις της παρέας. Δεν έχετε κάτι άλλο να πείτε. Παρασέρνεστε απ’ τους χορούς και τη μουσική. Ξεδίνετε. Αλλά εσύ, αντ’ αυτού, χάνεσαι στις σκέψεις σου.

Αρχίζεις να παρατηρείς. Ρίχνεις το βλέμμα σου στους γύρω σου. Κοσμοσυρροή. Πλήθος κόσμου. Πλήθος κόσμων. Εξατομικευμένων. Ο δικός μου κι ο δικός σου. Και πιάνεις τον εαυτό σου να προσπαθεί να μαντέψει τι στο καλό μπορεί να σκέφτεται ο διπλανός σου αυτή τη στιγμή.

Και μπαίνεις στον πειρασμό να μαντέψεις. Να μπεις στις στοές του μυαλού τους. Να αφουγκραστείς τις σκέψεις τους. Να κρυφακούσεις τα σχέδιά τους. Να συλλάβεις τις συχνότητες που εκπέμπουν. Ξέρεις πως τα μάτια δεν ψεύδονται, αντικατοπτρίζουν το είναι σου, την ψυχοσύνθεσή σου, μαρτυρούν κάθε συναίσθημα, κάθε στιγμή.

Κι επιλέγεις τον πρώτο τυχόντα. Είναι εκείνος ο ντροπαλός στη γωνία του μπαρ, με το ουίσκι σε χαμηλό ποτήρι, που κάθεται  μόνος. Έχει βάλει το δερμάτινο μπουφάν του στο διπλανό σκαμπό. Μήπως περιμένει παρέα; Ή όντως ήρθε μοναχός του κι αδημονεί για το κατάλληλο άτομο, ώστε να ελευθερώσει την προνομιακή θέση δίπλα του; Λέει καμιά κουβέντα πού και πού με τον μπάρμαν. Μπορεί και κανένα αστείο. Καταβάλλει προσπάθεια να γελάσει όμως, λογικά από ευγένεια. Είναι αισθητή μια αμηχανία στο πρόσωπό του. Δεν έχει το κινητό πάνω του, ή τουλάχιστον δεν το ‘χει σε εμφανή θέση. Ούτε κοιτά το ρολόι του. Δεν τον απασχολεί ο χρόνος. Απολαμβάνει την ατμοσφαιρική μουσική του μπαρ, και περιμένει υπομονετικά το ιδανικό πρόσωπο για την καταφατική απάντηση στην ερώτηση «συγγνώμη, μπορώ να καθίσω;».

Εν αντιθέσει, τον μπάρμαν οτιδήποτε εκτός από διακριτικό θα τον χαρακτήριζες. Ψηλός, αρρενωπός, με εξωτικά χαρακτηριστικά κι έντονες γωνίες. Δεν είναι απ’ τα μέρη μας λογικά, έχει άλλη καταγωγή. Θα μπορούσε να ‘χει ρίζες από Ισπανία. Μιλά άπταιστα ελληνικά όμως. Μπορεί ο ένας γονιός να ‘ναι Έλληνας κι ο άλλος ξένος. Δείχνει σίγουρος για τον εαυτό του, με πολλή αυτοπεποίθηση, αυθόρμητος σε ό,τι κάνει. Χωρίς δεύτερες σκέψεις. Δεν κοντοστέκεται πριν σου μιλήσει, έχει έτοιμη την ατάκα για τον επόμενο πελάτη που θα πλησιάσει το μπαρ του. Προκλητικός, με την καλή έννοια. Δεν έχει πάρει τα μάτια του από εκείνη τη μελαχρινή με την αλογοουρά και το πολύχρωμο κοκτέιλ. Δεν κρύβει το ενδιαφέρον του, ίσα-ίσα αναζητά την προσοχή της με κάθε μέσο.

Κι όπως κάθε όμορφη παρουσία, έτσι κι εκείνη, νιώθει τα βλέμματα που την καρφώνουν. Ξέρει ότι αρέσει, και σε ποιους. Λαμβάνει τις συχνότητες. Φυσικά κι έχει καταλάβει τον μπάρμαν που την κοιτάζει. Κάνει το παιχνίδι της. Τον κοιτάει κι αυτή. Του χαμογελά. Γλυκά, όμως, χωρίς υποσχόμενα μηνύματα. Έχει περιέργεια, βέβαια, για τις προθέσεις του. Δε μοιάζει πάντως να ενθουσιάζεται με το σφηνάκι που την κέρασε. Τον ευχαριστεί με ένα νεύμα και συνεχίζει να γελά με την κολλητή της. Θα πόνταρα στο ότι έχει κάποια σχέση, αλλά δέχεται τα φλερτ κι ελίσσεται με δεξιοτεχνία και μαεστρία. Ξέρει να χειρίζεται το νάζι της και τη γλυκάδα της για να βγαίνει απ’ τη δύσκολη θέση. Σύνηθες φαινόμενο για αυτή.

Όλα αυτά, όμως, δεν είναι τίποτε άλλο παρά εικασίες και πιθανότητες. Τίποτα παραπάνω. Έτσι για να λέμε πως ρίξαμε μια ματιά απ’ την κλειδαρότρυπα. Άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων, λένε. Βυθισμένη στο αέναο σκότος. Ποιος ξέρει τι μπορεί, όντως, να σκέφτεται ο διπλανός σου τώρα.

Για παράδειγμα, εκείνος ο τύπος στη γωνιά του μπαρ, πίσω απ’ το συνεσταλμένο προσωπείο θα μπορούσε να ‘ναι ένας ψυχάκιας κατά συρροήν δολοφόνος, που αναζητά επόμενό του θύμα. Κι ο άλλος, ο τύπος πίσω απ’ το μπαρ, ένας ανασφαλής κομπλεξικός, ένας αλαζόνας δεσμοφοβικός, συναισθηματικά ανώριμος. Όσο για τη μελαχρινή, μπορεί όντως να ‘ναι δεσμευμένη κι άπιστη, να απολαμβάνει το φλερτ κι όχι μόνο ή να την ικανοποιεί να προκαλεί το ενδιαφέρον κι ύστερα να απορρίπτει.

Παίζεις με τις πιθανότητες. Πόσο έξω να πέσεις; Συνήθως οι άνθρωποι όταν σκοπεύουν να στείλουν μηνύματα, εκπέμπουν στοχευμένες συχνότητες, ξεκάθαρες στον παραλήπτη. Είναι και κάτι άλλες στιγμές, όμως, που δεν ξέρεις τι λαχείο θα σου τύχει, όπου λαμβάνεις ασαφή μηνύματα, τα οποία μπορεί να σε βολεύουν στην ιδέα μιας συγκεκριμένης μετάφρασης, δεν παύουν να ‘ναι ασαφή όμως.

Αν μπορούσαμε, όντως, να ξέρουμε τι σκεφτόταν ο διπλανός, τότε πολλά δε θα συνέβαιναν, πολλές απογοητεύσεις θα τις αποφεύγαμε, μαζί με απωθημένα, και πολλά «αν» δε θα μας κρατούσαν μετέωρους μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.

 

Συντάκτης: Αδαμαντίνη Καλλίσιη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη