Αντιπαθώ την καψούρα. Κι ο βασικός λόγος της αντιπάθειάς μου προς αυτή είναι το γεγονός πως άπαξ και με χτυπήσει, δε με αφήνει με ένα απλό καρούμπαλο, αλλά με στέλνει εντατική κι η αποθεραπεία της παίρνει κάμποσα τέρμινα. Και δε φτάνει αυτό, αλλά μου έρχεται πάντα στην εντελώς λάθος ώρα και –εννοείται– με τον εντελώς ακατάλληλο, τη δεδομένη στιγμή, άνθρωπο. Δεν έχει σημασία πόσες φορές έχω καψουρευτεί, αλλά ότι αυτές οι φορές είναι αρκετές για να με κάνουν να την κοιτάω με τρόμο και να θέλω να της ξεφύγω σαν γατί που το πέταξαν σε λεκάνη με νερό.

Αντιπαθώ την καψούρα γιατί παίρνει την αυτοπεποίθηση, την αυτοεκτίμηση, τον εγωισμό και το κουλ στιλάκι μου και μου δίνει πίσω ανασφάλεια, παράνοια, υπερβολή και την τάση να κάνω την τρίχα τριχιά και να παραλογίζομαι άνευ λόγου, έτσι επειδή έχω τη μύγα. Μου τη δίνει, ρε παιδί μου, να γίνεται η ψυχολογία μου καρδιογράφημα ανάλογα τα κέφια του άλλου, που μπορεί και να μην έχει ιδέα για το δράμα μου, και να θεωρώ ζήτημα υψίστης σημασίας αν θα πρέπει να περιμένω να σηκώσει το κουλό του να στείλει μήνυμα ή αν θα πρέπει να ρίξω τα μούτρα μου να στείλω εγώ. Κυρίως, γιατί όχι μόνο τα έριχνα, το πάτωμα σκούπιζαν.

Έχοντας κατοικοεδρεύσει, λοιπόν, στην Καψουρούπολη επί μακρόν, θα σου καταθέσω το συμπέρασμα που έβγαλα εν μέσω οινοποσιών, ξενυχτιών πάνω απ’ το κινητό με πονεμένα άσματα στο background, υπεραναλύσεων κι ανταλλαγής εμπειριών με άλλους παθόντες: δεν υπάρχει πιο γενναίος άνθρωπος απ’ τον αληθινά καψούρη.

Η καψούρα δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον έρωτα. Είναι, ας πούμε, το φιλάσθενο αδερφάκι του, επιρρεπές σε μικρόβια κι υποτροπιασμούς. Η καψούρα έρχεται, αν έρθει, όταν μια υποσχόμενη ιστορία αγάπης αρχίσει να πηγαίνει κατά διαόλου ή όταν πάρεις –ή νομίζεις ότι παίρνεις, έστω– μια απόρριψη. Γεννιέται είτε στις αρχές, εκεί που δεν είσαι σίγουρος αν έχεις όντως ανταπόκριση ή τα φαντάζεσαι όλα, είτε στο τέλος, όταν εκεί που όλα πάνε καλά στα σκάει ο χωρισμός.

Γεννιέται μέσα από δυσκολίες κι εμπόδια. Είναι ένα μείγμα έρωτα, πάθους, ζήλιας, απογοήτευσης κι απωθημένου για όσα ήθελες να ζήσεις, μα σου έμεινε η επιθυμία αμανάτι. Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να βιώσουν καψούρες. Θέλει γερή κράση και μια ροπή προς το δράμα και την υπερβολή, για να ‘μαστε ειλικρινείς. Καψούρα κι εγκράτεια ή εγωισμός, δεν πάνε πακέτο.

Ο πραγματικά καψούρης αποκτάει κότσια που ίσως να μην ήξερε ότι είχε. Είναι αυτός που θα ζητήσει δεύτερη ευκαιρία, που θα στείλει μήνυμα ότι του λείπεις, που θα εξομολογηθεί πρώτος όσα νιώθει, που θα επιμένει μέχρι να του το ξεκόψεις εντελώς -ή να του κάνεις ασφαλιστικά μέτρα. Θα τα βάλει με όλους κι όλα που σας θέλουν χωριστά, δεν καταλαβαίνει από πρακτικές δυσκολίες κι ασυμφωνίες χαρακτήρων.

Και, προσοχή, δεν αναφέρομαι σε τύπους που σε κάνουν πραγματικά να τρομάζεις, αυτή είναι άλλη κατηγορία, με άλλες προεκτάσεις που δε θέλω να αναπτύξω, γιατί δεν έχω γνώσεις ούτε Ψυχολογίας ούτε Ψυχιατρικής. Ο καψούρης, απλά, δεν αντέχει τη σκέψη ότι χάσατε το «μαζί», επειδή μπορεί κάποιος τα παράτησε με ευκολία ή επειδή κάποιος άκουσε τον εγωισμό ή τη λογική του κι όχι την καρδιά του. Δεν τον νοιάζει να εκτεθεί, αρκεί να ξέρει πως προσπάθησε. Μόλις αντιληφθεί πως σε ‘χει χάσει, θα μαζέψει τα κομμάτια του και θα χτυπιέται μόνος του στο πάτωμα μέχρι να συνέλθει.

Κι αν εσύ κάπως τον λυπάσαι, αν θεωρείς πως ξεφτιλίζεται, θα σου πω πως σφάλεις. Γιατί είναι τιμή του και καμάρι του να μην κωλώνει, να βρίσκει τα κότσια να εκτεθεί και να βάζει στην άκρη αξιοπρέπειες του κώλου, προκειμένου να μην αφήσει κανένα περιθώριο παρερμηνείας για όσα νιώθει σε έναν κόσμο που αποφεύγει τα αισθήματα όπως εγώ όσους δεν πλένονται.

Στην υγειά των απανταχού νυν και πρώην καψούρηδων, λοιπόν, είναι παρηγοριά να βλέπεις πως ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν και τολμούν, σε μια κοινωνία αποστειρωμένη και κρυόκωλη. Κι, εντελώς μεταξύ μας, αν με ρωτούσες, δεν ξέρω αν η απάντηση θα ήταν αρνητική στο αν θα την ξαναβίωνα. Κι αυτό, γιατί δεν έχω γελάσει πιο πολύ απ’ τις στιγμές που θυμάμαι τα καψούρικά μου κατορθώματα.

Συντάκτης: Κατερίνα Δούκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη