Έχουμε το friend zone, που έχει κάψει κόσμο και κοσμάκη κι ένας άνθρωπος δε σκέφτηκε να βγάλουμε κι ένα food zone να σωθούμε. Τι εννοώ; Εσείς που παίρνετε καφέ και τρώτε τα πατατάκια από εμάς που πήραμε ποτό, να το κοιτάξετε λίγο.  Δεν έφταναν δηλαδή τα μπισκοτοκουλουράκια σας; Πρέπει να τσακίσετε και τα δικά μας; Το βλέπεις να έρχεται  μετά απ’ αυτό το χαρακτηριστικό βλέμμα του κουταβιού: «Να δοκιμάσω λίγο;» .

Όχι, να μη δοκιμάσεις! Παίρνουμε γλυκό, σας χαλάει ξαφνικά το αλμυρό. Παίρνουμε αλμυρό, τώρα σας αρέσει κι αυτό. Κι ένεκα του savoir vivre και του καθαρού ποινικού μητρώου, μπορείς να πεις και τίποτα άλλο; Βαθιά αναπνοή, επιστρατεύεις όλη τη διαθέσιμη ευγένεια, σκας χαμόγελο, επιστρέφεις στην πραγματικότητα: «Ναι, εννοείται, πάρε όσο θες!». Οπότε εκεί είναι που ελπίζεις να ερμηνεύετε με τον ίδιο τρόπο το «όσο θες» και να μην την πέσει ο άλλος στο πιάτο σου σαν τον δεινόσαυρο, όπως οι κολλητοί σου.

Πλέον πιστεύω ότι είναι παιδικό τραύμα, δεν εξηγείται αλλιώς. Θυμάστε, από τότε στο δημοτικό που πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και παντού τα τοστ ήταν καλύτερα; Τι στο καλό δηλαδή, με συνταγή τα έφτιαχναν;  Ή το άλλο το ατυχές.  Πηγαίναμε με τον Γιωργάκη σπίτι του και η μαμά του είχε φακές, ενώ εμείς παστίτσιο.  Κι όταν αποφασίζαμε την επόμενη να το κάνουμε αλλιώς,  στου Γιωργάκη  είχε κοτόπουλο, κι εμείς καταλήγαμε να τρώμε παρέα φασολάδα στο δικό μας σπίτι.

Εντάξει, σύμπαν, τώρα βγάζει νόημα.  Πάντα των άλλων  θα είναι καλύτερο.  Ή μήπως εμείς νομίζουμε ότι είναι έτσι; Άντε, όσο ήμασταν παιδιά ήταν φυσιολογικό που τα θέλαμε όλα.  Κι αν δεν τα θέλαμε όλα, θέλαμε να νιώθουμε ότι το δικό μας ήταν το καλύτερο. Και δεν είχαμε καμία πρόθεση να το μοιραστούμε. Αλλά τώρα που μεγαλώσαμε κι υποτίθεται ότι ωριμάσαμε κιόλας;  Γιατί αντί να ασχολούμαστε με τα δικά μας,  μας γυαλίζει περισσότερο το φαγητό του άλλου – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Απ’ τις αγαπημένες μας ατάκες στα Φιλαράκια: “Joey doesn’ t share food”. Ελληνιστί: προσοχή, κοιλιόδουλος.  Γίνετε σαν τον Joey, γίνεται; Γι’ αυτό αν πήρες σαλάτα, σαλάτα θα φας, κι ας μη χόρτασες.  Οι αμαρτίες πληρώνονται. Που μου σηκώνεις την πιρουνάρα σου σαν την τρίαινα του Ποσειδώνα έτοιμη να χτυπήσει  τις πατάτες απ’ το μπέργκερ μου. Κι αντίστοιχα εγώ και το μπέργκερ μου δε θα πλησιάσουμε τις πρασινάδες σου για να βοσκήσεις με την ησυχία σου.

Χωρίς υπερβολή, για πολλούς από εμάς αυτό είναι τρόπος ζωής. Επιμένουμε να βλέπουμε το φαγητό, το ρούχο, το σπίτι, το αυτοκίνητο και τη σχέση του άλλου ως κάτι καλύτερο.  Ναι, είμαστε φύσει αχόρταγοι οι άνθρωποι, ενώ κατά βάθος μας αρκεί αυτό που ήδη έχουμε. Όλα είναι ζήτημα επιλογής και μόνο. Από εμάς εξαρτάται τι θα επιλέξουμε: αυτό που εμείς θέλουμε ή αυτό που θα θέλαμε να δουν οι άλλοι;

Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαστε επιφανειακοί ή ότι ζούμε για την επιβεβαίωση , ωστόσο, πάντα επηρεαζόμαστε απ’ τις γνώμες και τις επιλογές των άλλων. Κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό από μόνο του. Αρκεί να μην το αφήσουμε να επισκιάσει τη δική μας επιλογή. Άλλωστε πείτε μου κάτι που δε θελήσαμε κατά καιρούς διακαώς κι έπειτα δεν το βαρεθήκαμε κάποια στιγμή στο μέλλον. Υπάρχει; Όχι. Πάντα ωραιοποιούμε πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις πριν τα κατακτήσουμε και το ενδιαφέρον μας είναι στα ύψη όσο δε μας ανήκουν.

Κι όταν τα αποκτήσουμε; Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω τον πρώτο καιρό κι ύστερα αρχίζει να μας φαίνεται πλέον κάτι συνηθισμένο και δεδομένο όσο περνάει ο καιρός.  Ούτε κι αυτό είναι κακό,  έχει τη γλύκα του. Αρκεί να μην παραιτούμαστε γενικά απ’ τις επιλογές μας εξαιτίας της ασφάλειας και της εξοικείωσης που νιώθουμε.

Δοκίμασε πολλά πιάτα, πρόσθεσε ό,τι θέλεις περισσότερο σε ζάχαρη, αλάτι ή πιπέρι. Κόψε ό,τι δεν ταιριάζει στα γούστα σου πριν σου κάτσει βαρύ στο στομάχι. Και να θυμάσαι ότι οι επιλογές σου είναι καλύτερες από των άλλων ακριβώς γιατί είναι δικές σου και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι εκεί έξω δε θα μπορούσαν να εκτιμήσουν ποτέ τη «γεύση» τους.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Παπαναστασίου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ελευθερία Παπαναστασίου