Οι άνθρωποι περνάνε από δίπλα σου βιαστικά, σε προσπερνάνε μηχανικά.  Σαν να μην προφταίνουν για λίγη προσοχή. Κι όλα κυλάνε. Κάποιους τους παρατηρείς λιγάκι παραπάνω, κάποιους τους αγνοείς. Τα βλέμματα στο δρόμο διασταυρώνονται συχνά, αλλά πάντα με την ίδια ψύχρα. Κανείς δε θα δώσει σημασία σε τίποτα. Φοβούνται. Αγέλαστοι, παγωμένοι, αδιάφοροι. Έτσι είναι οι άνθρωποι πια.

Έτσι κι εσύ, αμέτρητες ώρες να περιμένεις στη στάση ενός λεωφορείου ή σπεύδεις να προλάβεις υποχρεώσεις και σκοτούρες. Κι ο χρόνος μηδενικός ν’ ανταλλάξεις μια κουβέντα, ένα χαμόγελο, μια ματιά.

Και λίγο πιο κάτω θα στέκεται εκείνος ο τρελός που είδες να τριγυρίζει εδώ και μέρες αναζητώντας για ένα τσιγάρο από κάποιον περαστικό. Θα βρεις εκείνον τον τοξικομανή που υποφέρει γυρεύοντας ένα πενηντάλεπτο κι αυτόν τον άστεγο που έχει χτίσει το σπιτικό του σε μια γωνιά του δρόμου.

Κι η αλήθεια είναι πως θα σε πουν παρανοϊκό κι άλλοτε ριψοκίνδυνο όταν θα προσφέρεις στον τρελό το τσιγάρο που μόλις άναψες, ή πιο τραβηγμένα θα του στρίψεις ένα για να σταματήσει να τυραννιέται. Όταν θ’ ανταλλάξεις δυο κουβέντες με το ναρκομανή και θα του αγοράσεις να φάει, γιατί δεν παύει να έχει ψυχή μέσα στο βάσανό του. Κι όταν ακόμη θα δώσεις το κατιτίς σου στον άστεγο γνωρίζοντας καλά ότι αυτός θα το εκτιμήσει με την καρδιά του. Εκείνοι θα σε κοιτάξουν βαθιά μέσα στα μάτια. Κόκκινα, πονεμένα μάτια που δε μάθανε ποτέ να προσποιούνται.

Γιατί καμιά φορά το μόνο που ζητάνε εκείνοι οι «μόνοι» μέσα στο σαματά του κόσμου είναι λίγη συντροφικότητα. Κι αυτή η τόση δα κουβέντα που είχες το θάρρος να ξεστομίσεις, για εκείνους γίνεται πια θησαυρός στη μοναξιά τους. Παρατημένοι και περιθωριοποιημένοι στη ζωή των πραγματικά τρελών υπάρχει κάποιος που τους ξεχώρισε μέσα στο πλήθος. Δεν τον τρόμαξαν και δεν τον αηδίασαν.

Είναι άνθρωποι χαμένοι που έχουν αντικρίσει κάθε απόρριψη, κάθε σιχαμάρα στα πρόσωπα των ανθρώπων. Έχουν κινδυνέψει πιο πολύ απ’ ό,τι φαντάζεσαι. Και ξέρω πως δε θα σε νοιάξει να ρωτήσεις τίποτα για τη ζωή τους, να ξυπνήσεις τις θύμισές τους, αλλά θα περιοριστείς στο ανθρώπινο. Χρειάζονται κάποιον μέσα στη μοναξιά τους να πουν δυο λόγια κι ας μη βγάζουν νόημα καμιά φορά.

Συνήθως χαμηλόφωνα θα σου απευθύνουν το λόγο. Και θ’ ανταποκριθείς με οικειότητα χωρίς ενδοιασμό. Αφού είναι άνθρωποι κι οι άνθρωποι νοιάζονται. Έτσι μου είπαν κάποτε. Και να τους μιλάς κι εσύ πρώτος. Με πυγμή και θάρρος. Θα σου μιλήσουν, ακόμη κι οι πιο διστακτικοί, γιατί την ένιωσαν την έγνοια και βρήκαν κάποιον που δε δίστασε να συνομιλήσει μαζί τους, να τους αγγίξει και πάνω απ’ όλα να τους χαμογελάσει.

Γιατί σε μία ζωή που το μόνο που δε θεωρείται είναι δίκαιη κι η ευτυχία μοιάζει με κυνήγι χαμένου θησαυρού είναι τύχη που δε βρίσκεσαι εσύ στη θέση τους. Καθώς οι ρόλοι μοιράστηκαν με ελλιπή δικαιοσύνη. Κι αν στα πρόσωπά τους έβλεπες κάποιον που αγαπάς πολύ, θα ‘θελες να ‘ταν μόνος;

Η ομορφιά κι η αριστοκρατικότητα της ευγνωμοσύνης των ανθρώπων που έχουν αληθινή ανάγκη δε συγκρίνεται με κανένα άλλο αγαθό στην ανούσια ζωής μας. Αφού ένα αστείο, ένας διάλογος, έστω και για λίγο, απαλύνει τις δυσκολίες και ξεμπερδεύει το μυαλό. Σε ένα χαμόγελο κι ένα στιγμιαίο αίσθημα ικανοποίησης, σ’ έναν πιο έντονο χτύπο στην καρδιά, καταλαβαίνεις πως κρύβεται η ευτυχία. Κι ας έχουμε πιστέψει τελικά εμείς οι αφελείς, καθησυχασμένοι άνθρωποι πως η ευτυχία κρύβεται στην «ποσότητα».

Αλλά εσύ στέκεσαι εκεί. Και μας σφυρίζεις πως η αγάπη που φυλάς μέσα σου ξεχειλίζει. Ρέει καταρρακτωδώς σε μεγαλύτερες ποσότητες απ’ αυτές που μπορεί ν’ αντέξει η σκατένια κοινωνία που ζεις.

Πρόσωπα που στερούνται, καταθέτουν ευχαριστίες αλλιώτικες. Θαρρείς πως πλάθεται ανακούφιση.  Κάποιος τους έσυρε απ’ την αφάνεια και δεν τους γύρισε την πλάτη. Οικογένεια, φίλοι, σπίτι, έρωτας, αγάπη. Ουτοπίες στο «τίποτα» που χτίστηκε γύρω τους. Κι οι άνθρωποι του «τίποτα» δε ζητούν ελεημοσύνες, αλλά εκτιμούν βαθύτερα όσα κατακτήσουν. Το φιλότιμο, άλλωστε, ανατρέφεται απ’ τις στερήσεις.

Μέσα στην «τρέλα» της σκέψης τους θα δεις κάθε ειλικρίνεια. Ειλικρίνεια μεν, σεμνότητα δε. Και θα κάνεις ωραίες συζητήσεις. Είναι οι πικρίες που τους έκαναν σοφούς. Κι είναι άνθρωποι πιο συνειδητοποιημένοι κι από μας τους ίδιους που τα έχουμε όλα. Στο τέλος, θα αποχωρήσεις γεμάτος μαθήματα για τη ζωή.

Κι αν δυσανασχετήσεις με τον ειρμό τους κάποια στιγμή, μην τους διακόψεις. Όταν καταλήξουν στο συμπέρασμα, να θυμάσαι πως τα μηνύματα αποκωδικοποιούνται, δεν αποστηθίζονται. Οπότε κράτα αυτό που σου ταιριάζει εμπειρικά.

Κι εκείνοι δε θα σου ζητήσουν τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που αντέχεις να δώσεις. Φτάνει που βρέθηκες στο δρόμο τους και τους γέμισες με την ελπίδα ότι οι κρύες καρδιές ζεσταίνονται με λίγη αλληλεγγύη παραπάνω. Ελπίδα όχι γι’ αυτούς, ελπίδα για την ανθρωπότητα.

Κι ακόμη κι αν σου πουν πως είναι «τρελοί», «άρρωστοι», «επικίνδυνοι» κι ό,τι άλλο σου ομολογήσουν με θράσος κι αηδία, εσύ ν’ απαντάς πως η πραγματική αρρώστια κρύβεται στο σκότος του δικού μας μυαλού. Ναι, για εμάς μιλάω, που κατέχουμε τα «πάντα» και κατακτούμε τον κόσμο.

Και κάπως έτσι, εγώ, που δεν τα πάω καλά με δεήσεις και προσευχές, το μοναδικό θαύμα που οραματίζομαι γι’ αυτήν τη στυγνή κοινωνία είναι η ανθρωπιά. Απλή, ξεβράκωτη κι αμακιγιάριστη ανθρωπιά!

 

Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Σούκη: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Χριστίνα Σούκη