«Κανείς δεν είναι της γης το αλάτι κι όμως όλοι μας μεσ’ στη ζωή, κρύβουμε αυτό το ανεκτίμητο κάτι, που είναι το αλάτι της για μία στιγμή.»

 

Οι στίχοι αυτοί είναι ένα κομμάτι ενός ευαγγελίου. Περικοπές ενός απόκρυφου ευαγγελίου. Όχι όμως κάποιου θρησκευτικού κειμένου, αλλά ενός μελοποιημένου ευαγγελίου που έγραψε και μας χάρισε ο αγαπημένος μας Χρήστος Θηβαίος. Ένας τραγουδοποιός με μια σπουδαία πορεία στον χώρο της έντεχνης μουσικής.

Ο Χρήστος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου του 1963. Ο πατέρας του, αν και τελείωσε τη νομική, ασχολήθηκε με το τραγούδι ως τενόρος. Η μητέρα ήταν ηθοποιός σε περιοδεύοντα θεατρικά σχήματα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στα μπουλούκια, όπου βίωσε τις ταλαιπωρίες αλλά και τον ρομαντισμό αυτού του τρόπου ζωής. Αξίζει δε να σημειωθεί πως ήταν ανιψιός του ηθοποιού Αντώνη Παπαδόπουλου, του κινηματογραφικού συντρόφου του Θανάση Βέγγου. Μιλώντας με αγάπη για τον θείο του, ο Χρήστος έχει πει πως τον μύησε στα μυστικά της ζωής και την αλητεία.

Τελειώνοντας το λύκειο, ο Χρήστος φεύγει από την Ελλάδα για την Ιταλία, προκειμένου να σπουδάσει φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Μαθήτευσε υπό τη διδασκαλία του Ουμπέρτο Έκο που ήταν καθηγητής του. Ωστόσο, εκεί ήταν που βρήκε την κλίση του, που δεν ήταν άλλη από τη μουσική. Παράλληλα με τις σπουδές του, μέχρι και που τις εγκατέλειψε, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε σε διάφορα παραδοσιακά ιταλικά μουσικά σχήματα. Ο ήχος και το ύφος της παραδοσιακής ιταλικής μουσικής τον επηρέασαν, διατηρώντας στοιχεία της στη μετέπειτα καλλιτεχνική του διαδρομή.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, επανενώνει στην ουσία την παρέα του, τους Αλέκο και Βασίλη Βασιλάτο και Τάσο Λώλη και δημιουργεί την μπάντα «Συνήθεις Ύποπτοι», με τους οποίους έπαιζε ερασιτεχνικά σε διάφορα μπαράκια των Εξαρχείων, κάπου εκεί στα 1980, διασκευάζοντας κομμάτια αγαπημένων τους καλλιτεχνών. Από το 1994 και την επανένωσή τους, γράφουν τα δικά τους κομμάτια, μέχρι που φτάνουμε στα 1996 όπου ηχογραφούν τον πρώτο τους δίσκο «Μέρες Αδέσποτες». Ο Χρήστος και οι Ύποπτοι μπαίνουν πλέον στη δισκογραφία, αλλά και στις καρδιές των μουσικόφιλων. Το 1998, σε συνεργασία με το Γιώργο Νταλάρα, ηχογραφείται το live άλμπουμ «Ζωντανή ηχογράφηση στην Ιερά Οδό». Το 2000, κυκλοφορεί το δεύτερο και τελευταίο άλμπουμ της μπάντας, με τίτλο «Είμαι αυτό που κυνηγάω», με τη συμμετοχή της Ιταλίδας τραγουδίστριας Emilia Ottaviano.

Το 2000 ήταν και η χρονιά που έφερε και τη διάλυση των Υπόπτων. Ο Χρήστος συνέχισε την καλλιτεχνική του πορεία χωρίς την μπάντα του, αλλά όχι και μόνος του. Συνεργάζεται τόσο δισκογραφικά όσο και επί σκηνής με μεγάλα ονόματα της έντεχνης μουσικής, όπως τη Χάρις Αλεξίου, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Θάνο Μικρούτσικο στον εμβληματικό δίσκο «Ο Άμλετ της Σελήνης», καθώς και τον Γιώργο Ανδρέου στο «Μυστήριο Τραίνο». Αν όμως είναι να ξεχωρίσουμε κάτι από τη σόλο πορεία του Χρήστου, αυτό θα ήταν η συνεργασία του με τον επίσης εξαίρετο τραγουδοποιό και πολύ καλό του φίλο, Μίλτο Πασχαλίδη. Κάθε τους εμφάνιση, εκτός από μουσική, έχει και κάτι από stand up comedy, μιας και το χιούμορ τους εκτός από ταιριαστό, είναι και πολύ εύστροφο.

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τις μουσικές του επενδύσεις σε τηλεοπτικές σειρές που τα soundtracks αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι τους. Το 1998, στο σίριαλ «Ο Μεγάλος Θυμός», ακούσαμε για πρώτη φορά μελοποιημένο, το ποίημα της Κατίνας Παΐζη «Αγάπη (Πόσο πολύ σ’ αγάπησα)», ενώ πρόσφατα ακούσαμε και αγαπήσαμε στον «Σασμό» τη «Χαμένη Ζωή» του Νίκου Τερζή.

Θυμάμαι, κάπου στις αρχές των του 2000, σε ένα μπαράκι στην Πάτρα. Φοιτητής. Ο συγκάτοικός μου έπαιζε εκεί ως DJ. Καθόμουν κι έπινα το ποτό μου. Ο Χρήστος είχε έρθει στην πόλη για ένα live. Ώσπου έρχονται κάτι σφηνάκια. «Κερασμένα από τον Θηβαίο» μας λέει ο μπάρμαν. «Και ποιος είναι ο Θηβαίος;», ρωτάει ο συγκάτοικος. «Εγώ ρε φιλαράκι. Μπορώ να κεράσω ένα σφηνάκι;» απαντάει με τη χαρακτηριστική βελούδινη φωνή ο Χρήστος. Και γυρνάω και τον βλέπω δίπλα μου. Ήταν ο Χρήστος Θηβαίος. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον είδα. Και κέρασε και σφηνάκια. Κι έγινε ο «Συνήθης Ύποπτος» της καρδιάς μου.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου