Η μεγαλύτερη απάτη στην οποία πέσαμε ποτέ είναι αυτή του χρόνου. Ο χρόνος μάς έχει δείξει πως περνάει ανεπαίσθητα, αφήνει ορατά αποτελέσματα, αλλά ποτέ δε φανερώνεται και ακόμα κι αν μάθαμε να τον μετράμε, ποτέ δεν τον κατακτήσαμε. Αυτή η ύπουλη δυνατότητα του χρόνου, μάς συνοδεύει από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι την τελευταία μας πνοή με ό,τι περιλαμβάνεται στο «πακέτο του ταξιδιού». Κι ενώ στην πορεία είμαστε πεπεισμένοι πως ο χρόνος δε γιατρεύει, αλλά απαλύνει, το μόνο που κάνει είναι να μας υπενθυμίζει πως υπάρχει και πως κινείται μεθοδικά, αλλά με ταχύ ρυθμό, αφού πεισματάρης όπως συνηθίζει να είναι, δε γυρνάει ποτέ πίσω.

Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι, αγοράζουμε αναμνηστικά, γράφουμε ημερολόγια, βγάζουμε φωτογραφίες και βίντεο και παράλληλα γεμίζουμε τους τοίχους μας, είτε γνήσιους τσιμεντένιους είτε εικονικούς, με κάδρα κι άλλα σουβενίρ. Με άλλα λόγια δείχνουν να ξεχνάμε την έννοια του χρόνου, ενώ παράλληλα θέλουμε να απαθανατίσουμε στιγμές. Ένας άνθρωπος ίσως προτιμήσει να κρατήσει στη μνήμη του όμορφες στιγμές που έχει περάσει με την οικογένεια ή και τους φίλους. Τι γίνεται όμως όταν κρατάς πράγματα από σχέσεις του παρελθόντος και τα κουβαλάς ως αναμνήσεις στο χρόνο που περνά αδυσώπητα; Ή σε αντίθετη περίπτωση τι συμβαίνει και τι σημαίνει όταν τελειώνει μια σχέση και τα αναμνηστικά, οι φωτογραφίες κι οτιδήποτε σου τη θυμίζουν, βρίσκουν όλα το δρόμο τους στα αζήτητα;

Είτε αποφασίσεις να κρατήσεις κάπου φυλαγμένα τα υλικά αναμνηστικά ενός παθιασμένου έρωτα που είχες την τύχη να ζήσεις, είτε αποφασίσεις να τα κάψεις όλα, έχε στο πίσω μέρος του μυαλού πως ένα κομμάτι του ερωτικού μας παρελθόντος θα μένει ζωντανό. Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να θέλουμε, κατά κάποιον τρόπο, να κρατήσουμε ζωντανό έναν έρωτα που έμεινε στα αζήτητα; Και τι είναι και εκείνο που μας κάνει να θέλουμε να τα διαγράψουμε όλα για να μην υπάρχει τίποτα, υλικό τουλάχιστον, που να μας θυμίζει το παρελθόν;

Είναι όλα θέμα χαρακτήρα και συγκυριών. Έζησες έναν μεγάλο, παθιασμένο έρωτα και ξαφνικά τα σχέδια που έκανες έπεσαν στο κενό. Εξαρτάται από το τι άνθρωπος είσαι πόση δύναμη κουβαλάς μέσα σου -που κι αυτό δεν είναι απόλυτο, γιατί μπροστά στον έρωτα ακόμα και οι πιο ισχυρές προσωπικότητες, λυγίζουν. Επιπλέον σημαντικό ρόλο παίζει και το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Σε ποια φάση ακριβώς «τελείωσε» ο έρωτας; Τι του ανέκοψε την πορεία; Πότε μπήκε η συνήθεια και η ρουτίνα ως τροχοπέδη σε μια «άσφαλτο» που νομίζατε πως στρώνατε μαζί; Ποιος έδωσε πρώτος το πράσινο φως για έναν τερματισμό που φάνταζε μακρινός, σχεδόν ανύπαρκτος; Ερωτήσεις που ίσως και να μην απαντηθούν ποτέ.

Και όσο προχωράει η ζωή, μαζί της προχωράμε κι εμείς -ακόμα κι αν καμιά φορά νιώθουμε στάσιμοι, μετέωροι, χαμένοι. Μέσα στο χαμό και τη σύγχυση όμως υπάρχει χρόνος και μας δίνεται η ευκαιρία να κατανοήσουμε πράγματα που άλλοτε ίσως στη θολούρα του έρωτα να μην μπορούσαμε να αντιληφθούμε εύκολα. Ίσως τελικά τα πράγματα που κρατάς από παλιούς έρωτες, ακριβώς επειδή είναι πράγματα, να είναι μονάχα υλικά και τίποτα περισσότερο. Ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, μπρελόκ, αναμνηστικά και αρκουδάκια και δυο-τρία ερωτικά γράμματα δεν είναι παρά μόνο αυτό που είναι. Τίποτα περισσότερο. Τα συναισθήματά σου είναι αυτά που δίνουν βαρύτητα στα αντικείμενα. Στην ουσία προσδίδεις εσύ αξία στα πράγματα. Όταν ψαχουλεύεις το ντουλάπι σου για να κάνεις ένα ξεκαθάρισμα και βρεθείς να τα κοιτάζεις και να χαμογελάς, θα είναι επειδή κράτησες τα όμορφα κι έδιωξες τα άσχημα. Κράτησες αυτό που έζησες ως κάτι που πέρασε και τελείωσε. Δεν κρατάς κακία, γιατί δε θα σου χρησιμεύσει και πουθενά. Το έζησες. Οπότε με το να τα πετάξεις θα είναι σαν να προσπαθείς να διαγράψεις κάτι που βίωσες. Υπάρχει λόγος; Πρόκοψε κανείς μ’ αυτή την πρακτική;

Κανένας δεν είπε τι είναι σωστό και τι λάθος σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, γιατί στο κάτω-κάτω έχουμε πια τυποποιήσει τόσο πολύ την έννοια του σωστού και του λάθους που μάθαμε να είμαστε στην μία ή στην άλλη μεριά έτσι, απλώς γιατί μπορούμε κι όχι επειδή το νιώθουμε. Συνεπώς καταλήγουμε στο ότι εκείνη η «ολέθρια» σχέση που ζήσαμε θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μας, διότι είχαμε την ευκαιρία και τη ζήσαμε στο έπακρο. Όποιες και να είναι οι συνθήκες και τα δεδομένα μας στην παρούσα φάση, ένας έρωτας που μας έλαχε να ζήσουμε δεν ξεχνιέται. Με ή χωρίς αναμνηστικά ένας τέτοιος έρωτας, θα είναι εκεί να μας υπενθυμίζει πως κάποτε δοθήκαμε ολοκληρωτικά σε κάποιον άνθρωπο κι όταν η ιστορία τελείωσε καταφέραμε και πάλι να ορθοποδήσουμε και να φτάσουμε στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Παρ’ όλα αυτά ένα κομμάτι του ερωτικού μας παρελθόντος θα μένει ζωντανό κι ακόμη κι αν ξεθωριάσει.

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.