Η ανθρώπινη επικοινωνία, πλέον, έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Έχει διευκολυνθεί σε τέτοιο βαθμό που κάποτε δε φανταζόμασταν. Το να επικοινωνήσεις με τους άλλους είναι το πλέον εύκολο. Το μόνο που χρειάζεται για να πραγματωθεί είναι ένα τηλέφωνο και μερικοί κωδικοί. Μπορείς να με βρεις και μπορώ να σε βρω οιανδήποτε στιγμή θελήσεις ή θελήσω, με πολλούς τρόπους.

Αυτή, λοιπόν, η ευχέρεια δημιουργεί και περαιτέρω απαιτήσεις. Απαιτούμε από τους άλλους, όπως κι εκείνοι από εμάς, εφόσον είναι τόσο εύκολη και ταχεία η επικοινωνία, ν’ απαντάμε συντομότερα στο κάθε «κάλεσμα». Είτε αυτό είναι μήνυμα είτε αυτό είναι τηλέφωνο. Θα έλεγε κανείς πως αυτό είναι λογικό. Εφόσον είναι απλή κι ανώδυνη η επικοινωνία γιατί να μη την πραγματώνουμε;

Θεωρητικά ακούγεται κι είναι εύλογη μια τέτοια σκέψη. Όμως, μέσα σ’ όλη αυτή την τεχνολογική «παλίρροια» δεν παύουμε να είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που υπήρχαμε και πριν από αυτή τη «διευκόλυνση». Άνθρωποι που δεν έχουμε ως βιοτική ανάγκη κάτι που δε γεννηθήκαμε με αυτό ως προαπαιτούμενο για την επιβίωσή μας, δηλαδή με μια συσκευή στο χέρι, αλλά με ανάγκες όπως νερό, φαγητό, οξυγόνο. Μπορεί, μετέπειτα, να ενστερνιστήκαμε κάποιες «ιλουστρασιόν» ανάγκες. Όμως δεν παύουν να είναι ιλουστρασιόν και πλαστές για το ανθρώπινο είδος, εφόσον υπήρξε και πριν από αυτές. Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτές. Επομένως, γυρνώντας στο εξ αρχής ζήτημα, πώς μπορούμε ν’ απαιτούμε κάποιος να πράττει συνεχώς κι αενάως μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο που εκ φύσεως δεν έχει ανάγκη;

Είμαστε κοινωνικά όντα με μεγάλη δόση μοναχικότητας. Πολλές φορές επικοινωνούμε, κυρίως διαδικτυακά, όχι από θέληση ή ανάγκη, αλλά επειδή πρέπει. Αυτή η πράσινη κουκκίδα δίπλα από τη φωτογραφία ή το όνομά μας, μάς καταδικάζει να νιώθουμε ενοχές και χρέος απέναντι στους συνομιλητές μας.

Δε χρειάζεται να μας πει κάποιος το αυτονόητο, αλλά ας ειπωθεί. Δεν πειράζει να μη μας απαντάει κάποιος κι ας είναι ενεργός στα σοσιαλ. Σαφέστατα, δε μας θεωρεί ασήμαντους, ούτε υποδεέστερους, ούτε αδιαφορεί για εμάς. Πολύ απλά δεν έχει την απαραίτητη διάθεση να επικοινωνήσει. Αυτό ισχύει για όλους και για όλες τις περιπτώσεις. Δε βρίσκεται στο ανάλογο «mood» για να μιλήσει γενικώς ή σε εμάς. Όπως όταν ξυπνάμε το πρωί, όπως όταν είμαστε κακοδιάθετοι γιατί κάτι μας συνέβη. Έτσι, απλά, μπορεί μέσα στη μέρα κάποιος να μη διαθέτει την ανάλογη ενέργεια για να μιλήσει σ’ εμάς. Θα την έχει σε δέκα λεπτά, σε μισή ώρα ή σε δυο ώρες. Δε χρειάζεται, ούτε πρέπει να τα εκλαμβάνουμε όλα ως προσωπική απόρριψη, γιατί απλούστατα δε μας αφορά. Είναι καθαρά ζήτημα του αποδέκτη του μηνύματός μας.

Εμείς δίνουμε το «σήμα» μας κι εκεί τελειώνει η δική μας βούληση. Αν κάποιος θέλει να μας δηλώσει κάτι άλλο, κάτι διφορούμενο μέσω της δικής του καθυστερημένης απάντησης, είναι δικό του πρόβλημα, κυριολεκτικά. Αν το «overthinking» κάποιου φτάνει τόσο αρρωστημένα μακριά από το νορμάλ δε μας αφορά καν. Αν κάποιος δε μας απαντάει τόσο συχνά όσο ελπίζουμε και θέλουμε, απλώς το λέμε. Δηλώνουμε πως επιθυμούμε η επικοινωνία να είναι πιο συχνή και πιο σταθερή. Δίνουμε στον άλλο το δικαίωμα της γνώσης και της επιλογής. Δεν καταπιέζουμε κανένα με το να δηλώνουμε τα «θέλω μας». Γλιτώνουμε χρόνο. Για τους άλλους, αλλά κυρίως για τους δικούς μας καταπιεσμένους εαυτούς.

Συνεπώς, βασική μας ανάγκη, εκτός της άμεσης επικοινωνίας, είναι να χαλαρώσουμε λίγο τις αντιδράσεις μας. Ακόμη κι ως ερωτευμένοι, όπου οι αισθήσεις είναι όλες πιο έντονες, η αναμονή είναι σχεδόν αναγκαία για την «πύρωση» των αισθημάτων. «Καρτερώ ένα μήνυμα, μια απάντηση κι όταν έρχεται τη δέχομαι με περισσότερη χαρά». Σίγουρα δε θα μας έλκυε ένας σύντροφος ο οποίος βρίσκεται ανά πάσα λεπτό πάνω από το κινητό του, αδιαφορώντας για την κοινωνική, απτή ζωή του, πέραν του κινητού. Γιατί πρέπει να καταδικάζουμε τους εαυτούς μας, αλλά και τους άλλους, σε μια συνεχόμενη επαφή με μια συσκευή; Υπάρχουν πολλά παραπάνω και πιο πέρα. Όπως η ανθρώπινη σκέψη. Πιθανότατα κάποιος μας σκέφτεται πολύ περισσότερο απ’ όσο μας απαντάει στα μηνύματα. Κι αυτό το γνωρίζουμε, το νιώθουμε. Ας εκτιμήσουμε αυτή την ανθρώπινη ικανότητα για λίγο.

Όλη αυτή η φοβία μήπως αδιαφορούν για εμάς πηγάζει από βαθύτερες ανασφάλειές μας. Είναι απλώς ένας ακόμη τρόπος να τις εντοπίσουμε.
Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να μας απαντάει επειδή απλώς είναι ενεργός στα σόσιαλ. Μπορεί να μην έχει όσο χρόνο/όση προσοχή θέλει να μας αφιερώσει, μπορεί να μην έχει όρεξη να επικοινωνήσει μαζί μας, ή γενικώς. Αντί να παίρνουμε το καθετί προσωπικά μπορούμε απλώς να γίνουμε πιο ελαστικοί, όπως απαιτούμε οι άλλοι να είναι μ’ εμάς στο δοθέν ή σε κάποιο άλλο κομμάτι της ζωής μας.

Οι άνθρωποι θέλουν χώρο και χρόνο σ’ αυτόν τον αεικίνητο τρόπο ζωής που ζούμε, διότι δε θα πάψουμε ποτέ να είμαστε μοναχικά όντα. Ακόμη και σ’ έναν κόσμο που το να μείνεις λιγάκι μόνος, φαντάζει ουτοπία.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαρία Στειακάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου