Διασχίζεις τη Λεωφόρο Δημοκρατίας, στρίβεις δεξιά και ξεκινάς να κατηφορίζεις το βοτσαλόστρωτο προς την Πύλη D’amboise, την πιο μαγική από τις πύλες της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου. 

Δέος. Δέος και ρίγη. Ειδικά αν είναι Νοέμβρης ή Απρίλης, χωρίς τη βουή των πολυσύχναστων μπαρ και τα φλας των τουριστών, νομίζεις οτι έχεις επιβιβαστεί σε χρονομηχανή.

Κάποιοι λένε οτι ακόμη ακούγονται στην Οδό Ιπποτών τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και λίγο αιθεροβάμων να είσαι, αν ακουμπήσεις το αυτί σου στο βότσαλο, θα τα ακούσεις κι εσύ.

Να κάτσεις στο παγκάκι. Να γράψεις, να σκιτσάρεις, να ξεχάσεις ο,τι έχεις ζήσει ως τότε, να γίνεις μέρος του σκηνικού, να ανηφορίσεις το παλάτι, να ερωτευτείς.

Ανέκαθεν ζήλευα εκείνη την εποχή, τους έρωτες τους βίνταζ. Kαι κάθε που τύγχανε τα βήματά μου, να με βγάλουν ξανά εκεί · πάντα εκεί · είτε για να ξεχάσω, είτε για να ξεχαστώ, άφηνα τη νοσταλγία να με παρασύρει κι ας μην υπήρχε κάποια συγκεκριμένη φιγούρα να πρωταγωνιστεί στα σενάριά μου.

Εκείνος δεν είχε ποτέ πρόσωπο. Περισσότερο κομπάρσος στο πρωταγωνιστικό σκηνικό της πόλης, του παρελθόντος, αυτού του ιδεατού ρομάντζου που φαντάζει εντελώς απροσπέλαστο και φανατικά μη ρεαλιστικό.

Περπατάς τα στενά, κάνεις στάση για τσιγάρο κάτω από το ρολόι, φωτίζουν μόνο τα λυχνάρια. Σα να σου φάνηκε ότι είδες δυο σκιές να χορεύουν σε ένα από τα σαλόνια του κάστρου. 

Μπα, ιδέα σου θα είναι. Είναι όντως; Κι αν οι σκιές σε καλούν να χορέψεις κι εσύ;

Κοιτάς γύρω, βεβαιώνεσαι οτι δε σε κοιτά κανείς.

Σηκώνεσαι διστακτικά, ένα βήμα στα δεξιά, ένα πίσω. Μια μικρή περιστροφή, τα χέρια ακόμη κρεμάμενα, αμήχανα. Στην τρίτη περιστροφή λύνονται κι αυτά, μαζί τους και οι ανάσες σου. Όλα βρίσκουν το ρυθμό τους. 

Ακούς βιολιά και πίσω απ’τις πολεμίστρες δυο μάτια σε καρφώνουν. Πλέον χορεύεις μόνο για χάρη τους.

Είσαι εταίρα, είσαι δούλα, είσαι βασίλισσα ή περιπλανώμενη, λίγη σημασία έχει. 

Οι ήρωές σου δεν έχουν ιδιότητα και ρόλο. Μόνο χαρακτήρα, κορμό για να λικνίζονται και μάτια ανοιχτά.

Οι ρετρό έρωτες συγκινούν γιατί φαντάζουν ως κάτι χειροπιαστό που απλώς εμείς δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Δεν είναι ταινίες, δεν είναι νουβέλες, είναι οι ιστορίες της γιαγιάς, που άκουσε από τη γιαγιά της κι εκείνη απ’τη δική της και στόμα με στόμα, χρόνια με τα χρόνια, φτάνουν στα δικά μας αυτιά. Τα αυτιά μας τα λαίμαργα και τις καρδιές μας τις τρεις φορές πιο λαίμαργες.

Αναθεματίζεις την τύχη σου, την τεχνολογία, το Μάκη που σου προέκυψε πιο μπρουτάλ από όσο θα ήθελες, τις πολυκατοικίες που δε σε αφήνουν να δεις φεγγάρι, τις μουσικές που δε γράφονται πια, τους ιππότες που εκλείπουν, το τσιμέντο που αντικατέστησε τα πλακόστρωτα και τον ηλεκτρισμό τα λυχνάρια.

Αλλά τίποτα από αυτά δε σκέφτεσαι, τη στιγμή που καθώς ετοιμάζεσαι για μια ακόμη περιστροφή, σε αρπάζει από τον καρπό ο άγνωστος της πολεμίστρας. 

Σε σηκώνει ψηλά, σε στριφογύριζει, τα βιολιά έχουν γίνει δώδεκα, σας έχουν κυκλώσει κι εσύ στον αέρα, ζαλισμένη από το γιασεμί. 

Δεν έχεις προλάβει καν να δεις το πρόσωπό του. Και όταν τα πέλματά σου ακουμπούν ξανά τη γη, λίγο πριν σηκώσεις το βλέμμα, περνάει ξυστά το παπάκι και η χαλασμένη του εξάτμιση σε ξυπνάει απότομα.

«Κοίτα ρε μαλάκα μια τρελή που χορεύει μόνη της μες στα σκοτάδια! Φταίω εγώ να σε πατήσω τώρα; Πάνε στην άκρη κοπέλα μου!»

Τα βιολιά έχουν κρυφτεί, ο άγνωστος εξαφανίστηκε κι έμεινε ο χορός μισός. Δε σου χαμογελάει κανένας πίσω από τις πολεμίστρες, τα παράθυρα του κάστρου σκοτεινά, γύρω σου μυρίζει μπύρα, μπύρα και χνώτο μεθυσμένο. Ακούγεται ακόμα μόνο η εξάτμιση, που τώρα πρέπει να ‘χει φτάσει στο λιμάνι. 

Ένα χέρι σου χτυπάει τον ώμο. 

«Χρειάζεσαι κάτι; Μήπως έχεις χαθεί;»

«Με είχα βρει και μόλις με ξαναέχασα».

Και σέρνεις τις πατούσες σου, στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά