Χτύπησε η καμπάνα, ο δρόμος άδειος πέρα από μερικές ηλικιωμένες φιγούρες. Είναι εκείνος ο κόσμος που οδεύει για την πρωινή λειτουργία της εκκλησίας. Περπατάω δίπλα τους, αλλά απ’ την αντίθετη κατεύθυνση. Εγώ γυρνάω σπίτι, να κοιμηθώ και με κοιτούν όλοι περίεργα λες κι έκανα κάτι κακό, ότι αυτό που βλέπουν δεν είναι φυσιολογικό  κι η σκέψη τους ευθύς είναι «αυτός είναι αλήτης». Αλήτης επειδή γυρνάει τέτοια ώρα σπίτι. Κλασικές σκέψεις των παλιών. Πλέον όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει, γυρνάμε σπίτι ξημερώματα κι αυτό είναι φυσιολογικό. Το γιατί δεν μπορώ να το εξηγήσω, ο καθένας μας έχει διαφορετικούς λόγους.

Το θέμα είναι πως καθώς περπατάς στο δρόμο, μετά από ξενύχτι, όλα είναι πιο ζωντανά απ’ όσο φανταζόσουν. Ξέρετε τι ωραία μιλάν τα πεζοδρόμια, ειδικά όταν έχεις πιει και δυο-τρία ποτά παραπάνω. Καθώς λοιπόν εξιστορείς τις αμαρτίες της βραδιάς στα πλακάκια κοιτάς πάνω και παρατηρείς ότι τα φώτα γύρω σου ξεκινούν να σβήνουν.

Ξέρεις ότι τώρα τέλειωσε η νύχτα και πως πρέπει να φορέσεις ξανά τη μάσκα σου για να προσποιηθείς τον κανονικό. Το βράδυ μπορείς να είσαι χωρίς μάσκες και χωρίς να είσαι κάποιος άλλος. Βλέποντας τα φώτα να σβήνουν -μιας και γίνεσαι φιλόσοφος εκείνη την ώρα- σκέφτεσαι τι περνάν κι αυτά όλο το βράδυ. Τα φώτα όσο ασήμαντα και συνηθισμένα και να φαίνονται, είναι αρκετά ξεχωριστά. Είναι λες κι έχουν ψυχή κι αυτά.

Τα φώτα αυτά έχουν αυτιά, μάτια, έχουν καρδιά. Είναι βοηθοί γιατί μας δείχνουν το δρόμο όταν δεν ξέρουμε πού πάμε, μας ωθούν να πάμε έξω και να δούμε την πόλη. Κάτω απ’ τη λάμψη που προσδίδουν, ξεχωρίζεις φιγούρες να κάθονται σε ένα παγκάκι με ένα παράπονο στα μάτια, ίσως για μία αγάπη που τελείωσε ή που δεν πρόλαβε καν να ξεκινήσει. Αλλά και πάλι τα φώτα θα είναι εκεί ως ο παρηγορητής σου κι ο καλύτερός σου φίλος, ακούγοντας τις σκέψεις σου και το σπάραγμα στη φωνή σου. Και τα φώτα πονάνε όταν πονάς γιατί επέτρεψαν στη νύχτα να χωρίσει δύο άτομα.

Απ’ την αντίθετη πλευρά όταν κάθεσαι στο σαλόνι σου, πίνεις καφέ και παρατηρείς τον ουρανό να σκοτεινιάζει, περιμένεις. Στέκεσαι και καθώς βλέπεις την πόλη να βυθίζεται στο σκοτάδι, ξεπηδά μια λάμψη απ’ τη γωνία κι αρχίζει να ρίχνει φως και να φωτίζει το δρόμο. Ήρθε η ώρα να ζήσεις όπως ξέρεις εσύ τη νύχτα, να νιώσεις και να πεις ό,τι θες με όποιον θες. Όταν βλέπεις τα φώτα της πόλης να ανάβουν και να χάνεται το φυσικό φως, τότε ξέρεις πως ό,τι και να κάνεις θα είναι επειδή το θες.

Η ουσία είναι πως το βράδυ όλοι νομίζουν ότι μπορούν να κρυφτούν και να κάνουν αυτά που δεν τους επιτρέπει η μέρα. Στην πραγματικότητα τη νύχτα κανένας δεν κρύβεται. Υπάρχουν τα φώτα της πόλης που κρατάνε τα μυστικά μας και γελάνε με τα χάλια μας. Μην ξεχνάτε πως πάντα κάποιος βλέπει.

Συντάκτης: Χρήστος Ζήσης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη