Πολλές φορές αναρωτιέμαι ποια είναι εκείνη η επιθυμία που μας ωθεί να καταγράψουμε ένα γεγονός, θέλοντας να καθίσουμε μπροστά στον υπολογιστή μας όσο πιο γρήγορα γίνεται μετά την εμφάνισή του, ν’ ανοίξουμε μια λευκή σελίδα και να ξεκινήσουμε να τη γεμίζουμε με λέξεις και προτάσεις που βγαίνουν τόσο αβίαστα. Κατέληξα πως εκείνο που θέλουμε, είναι ν΄ αποτυπώσουμε τις στιγμές πριν αυτές θολώσουν. Μήπως στη δίνη των σκέψεων και στη ροή της καθημερινότητας, γίνουν λήθη και χαθούν. Να περαστεί στην αιωνιότητα μια στιγμή που μπορεί να κρατήσει όσο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, κάποιες ώρες, ή μια ολόκληρη νύχτα.

Το πρώτο άγγιγμα, η επαφή κι η ματιά δυο ανθρώπων που συναντιούνται από ένα τυχαίο γεγονός και κρατάνε στη πορεία την απορία «πώς στο καλό βρεθήκαμε;». Ποιος μπορεί να τα βάλει με το απρόσμενο κα το ξαφνικό, βέβαια· το μόνο ασφαλές για το μυαλό είναι να το αποδεχτεί και να συνεχίσει. Μπορεί να είναι ευλογία, μπορεί και κατάρα αυτή η ξαφνική γνωριμία. Όπως και να ‘χει, της αξίζει μια ευκαιρία αν φτάσεις στο σημείο να θέλεις να την καταγράψεις.

 

 

Και δε χρειάζεται να είναι κάτι συγκλονιστικό, κινηματογραφικό σχεδόν, ή άξιο μεγάλων περιγραφών. Μια ουσιαστική συνάντηση δυο ανθρώπων έρχεται να επιβεβαιώσει πως δε χρειάζονται μήνες ή χρόνια για να κατανοήσουμε, να μάθουμε, ν’ ανακαλύψουμε. Δε χρειάζονται υπερβολές και μεγάλα λόγια για να συγκινηθούμε. Χρειάζονται παρά μόνο κάποια δευτερόλεπτα, που μεταφράζονται σε εικόνες. Και τότε, τελικά, είναι που τα φιλιά δίνονται θαρρείς και τα χείλη ήξεραν πού να ακουμπήσουν και τα σώματα ενώνονται χωρίς ν’ αναρωτιούνται από πού ξεκινάει αυτή η καινούρια σύνδεση.

Κι είναι τόσο αβίαστο και φυσικό, που σκέφτεσαι πως αν υπάρχουν προηγούμενες ζωές, τότε κάποιοι άνθρωποι έχουν περάσει απ’ αυτές μαζί. Όσο περνάει η ώρα, πείθεσαι πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Νιώθεις την παρουσία να περιφέρεται στο σπίτι σου σαν να έχει ζήσει σ’ αυτό, να κινείται σε μονοπάτια που δείχνουν γνώριμα και ‘συ παρατηρείς και καταγράφεις στιγμές στο μυαλό σου. Ενθύμια και τρόπαια μιας γνωριμίας που μπορεί να είναι η πρώτη κι η τελευταία της φορά, μπορεί κι όχι. Ποιος νοιάζεται;

Όλοι μας έχουμε ζήσει μέρες που φέρανε άοσμα κι άχρωμα συναισθηματικά «σήμερα», ικανά να σε ρίξουν σε κώμα. Δε θα τελειώσουν όμως αυτές οι στιγμές; Ναι. Έχουν ημερομηνία λήξεως. Αλλά είναι και κάποια «χθες» βαμμένα κόκκινα, που τα ζεις έχοντας περάσει ένα βράδυ παραδομένου απόλυτου έρωτα, έχεις γελάσει στην προσπάθεια του άλλου να σε γαργαλήσει για να σε πειράξει, έχετε αδειάσει τα σώματά σας πέφτοντας αποκαμωμένοι και συνεχίσατε πάλι όταν το ερωτικό κάλεσμα έγινε απαίτηση κι ανάγκη. Κι αν είναι μικρές, έχουν νοιάξιμο οι στιγμές αυτές. Περισσότερο από ό,τι άλλες που κρατάνε χρόνια. Γιατί έχουν τέλος. Κι όταν αυτό έρθει, θέλουμε την πληρότητα των άλλων και τη δική μας εσωτερική ικανοποίηση επειδή δεν κάναμε πίσω στο όνομα μιας υποτιθέμενης σεμνότητας και τα δώσαμε όλα.

Όσο κρατήσουν οι στιγμές. Αφήστε να σας αγγίξουν και μη σκεφτείτε πως θα φάτε τα μούτρα σας. Τα ωραιότερα σημάδια στο σώμα μας, έγιναν εσωτερικά και τ’ αποκτήσαμε από στιγμές που τις απολαύσαμε, αλλά τις πληρώσαμε με κάποιο παράσημο μέσα μας. Μη δίνετε ορισμούς στον χρόνο, στο μέλλον, στις υποσχέσεις. Δεν τα χρειάζονται. Δώστε, απλώς, προσοχή. Κι όταν το πρωί θα κλείσουν την πόρτα αποχαιρετώντας σας, κοιτάξτε στον καθρέπτη και χαμογελάστε. Ζήσατε άλλη μια στιγμή, άξια ν’ αποτυπωθεί στο πέρασμά σας απ’ αυτή τη ζωή.

Συντάκτης: Ταρασία Γεωργιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου