Ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να περιγράφεται με παρά πολλούς τρόπους. Δυνατός, τρελός, τραγικός, πλατωνικός, σφοδρός, με την πρώτη ματιά, για πάντα ή για λίγο. Ο χρόνος είναι μια από τις διαστάσεις που θα προσδιορίσει την εξέλιξη της ιστορίας όμως. Μπορεί να έρθει για να μείνει, αλλά τι γίνεται όταν περνάει σαν μπόρα και φεύγει; Σε πνίγει και σε παρασέρνει και τελικά σ’ αφήνει στην άλλη όχθη. Και μαζί μ’ αυτόν φεύγεις κι εσύ μακρυά από τον άνθρωπο του πόθου σου και χωρίζουν οι άνθρωποι χωρίς να ξέρουν αν ποτέ θα ξανασμίξουν. Χωρίζουν γιατί δεν είχαν χρόνο, να γνωριστούν καλύτερα, να ζήσουν μαζί.

Εκείνη τη στιγμή που γυρνάς την πλάτη και φεύγεις, που νιώθεις την καρδιά να ξεριζώνεται από το στήθος σου, εκεί που έχεις πάρει μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής σου, που δεν ξέρεις αν αυτό που κάνεις είναι σωστό ή λάθος, αυτή η στιγμή είναι ένα ορόσημο. Απομακρύνεσαι κι όσο περνάει ο καιρός σκέφτεσαι πως ίσως τελικά ήταν για καλό, πως θα την παλέψεις και πως όλα θα φτιάξουν. Θα γελάσεις ξανά, θ’ αγαπήσεις ξανά, θα περάσεις καλά.

Περνάνε οι μέρες, οι μήνες κι όντως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ξεχνιέσαι κάπου, ασχέτως που μέσα στο μεθύσι σου, στις ώρες της μοναξιάς σου ή στα όνειρά σου αναζητάς αυτό τον έρωτα. Συνεχίζεις να ζεις παρ’ όλο που αρχικά ένιωθες πως δε θα μπορούσες να αναπνεύσεις μακριά του. Πως η γη θα σταματούσε να γυρνάει. Περνάει ο καιρός και με πολλή προσπάθεια όλα φαίνονται πια να στρώνουν και να παίρνουν τον δρόμο τους.

Τότε είναι που για κάποιο ανεξήγητο λόγο το σύμπαν αποφασίζει να σου κάνει πλακίτσα, αναγκάζοντάς σε να γυρίσεις στον τόπο σου. Από την στιγμή που κλείνεις πίσω την πόρτα σου, μέχρι τη στιγμή που θα φτάσεις στην πόλη που μεγάλωσες ή που ζεις, δε σταματάς να σκέφτεσαι αυτό που άφησες. Ξέρεις ότι κάπου θα συναντηθείτε, σε μια κοινή παρέα, στον δρόμο, κάπου τυχαία. Πως μπορείς να τον αντικρίσεις και θα πρέπει να δείξεις ψυχραιμία, πως ίσως και να είναι στο ίδιο μπαράκι και θα πρέπει να προσποιείσαι πως είσαι άνετα, ενώ σε διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Πως ίσως σε αγγίξει σε ένα τυπικό “τι κάνεις” με χέρια που ακουμπούν στους ώμους.

 

 

Δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο, πιο ανέφικτο από το να το παίζεις αδιάφορος μπροστά σε έναν έρωτα που αναγκάστηκες να αφήσεις και τώρα σκάει μπροστά σου σαν πυροτέχνημα κάθε στιγμή σας. Ίσως δεν είναι μόνο έρωτας, ίσως να είναι απωθημένο, αναμονή, επιθυμία εγωιστική για επιβεβαίωση. Επιθυμία να ζήσεις αυτό που άφησες πίσω, ίσως, να δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία μέχρι να χωριστείτε ξανά. Μέχρι να πάρεις χαμπάρι πως τελικά δεν είναι ο χρόνος που σας χωρίζει αλλά η απόσταση. Μέχρι να νιώσεις πως πρέπει να συμπτύξεις μέσα σε λίγες μέρες ό,τι θα μπορούσες να ζήσεις σε μήνες.

Τελικά, σκέφτεσαι αν αξίζει όλος αυτός ο πόνος κι η αναμονή, η επιθυμία, ο χωρισμός. Αν αξίζει να ζήσεις και να μάθεις έτσι τον έρωτα. Εύχεσαι να είχες ανοιχτεί νωρίτερα για να μπορούσες να έχεις περισσότερο καιρό να ζήσεις αυτό που τώρα δε πρόλαβες. Ίσως και για πάντα, ποιος ξέρει. «Το για πάντα συντίθεται από τις στιγμές που ζούμε τώρα» (Έμιλι Ντίκινσον-Ποιήτρια). Ίσως το για πάντα να ήταν πάντα λίγο, μπροστά σ’ αυτό που ζήσατε σε μέρες. Τι κι αν μ’ αυτόν τον μισοτελειωμένο έρωτα αναμετρηθούν όλοι οι επόμενοι: το πιθανότερο είναι να βγουν χαμένοι.

Συντάκτης: Αμάντα Δουλγεράκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου