Δεν είναι ότι το κάνουμε επίτηδες, επειδή είναι το άλλο μας μισό, η αγάπη μας, ο αντικατοπτρισμός του έρωτα -όπως τον φανταστήκαμε ή όπως μας ήρθε κι έκατσε στη ζευγαρωμένη ζωή που κάνουμε. Δεν είναι, πολλές φορές, κι ότι δε γνωρίζαμε ήδη –πριν μπούμε στο ζευγάρωμα, πριν καν φανταστούμε τον εαυτό μας να περιλαμβάνεται σε αυτό το «εμείς» ή σε εκείνο το «εγώ και…»– ότι με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, κι αναλόγως και το θρανίο που θα σε βάλει να κάτσεις, θα πιστέψεις ότι αυτή είναι κι η θέση σου στην αίθουσα καρδιάς γενικώς.

Δεν είναι ότι δεν το είδαμε και στους άλλους. Κάπως λίγο έμοιαζαν παραπάνω όσο πέρναγε ο καιρός, όσο συνήθιζαν ο ένας τον άλλον. Κάπως λίγο σου θύμιζε ο ένας τον άλλον κιόλας, κι ας ήταν και μεμονωμένοι στον κόσμο, στο σπίτι, στις περιστάσεις της ζωής, της ανίας, του ψεύτικου και του αληθινού ενδιαφέροντος. Το είδαμε σε εκείνους αλλά όχι σε μας. Έτσι γίνεται πάντα με όλες τις καμπούρες. Βγάζουν μάτι στους άλλους κι εμείς νομίζουμε ότι η δική μας φτιάχτηκε για να μας κάνει σκιά, να δροσιζόμαστε.

Κάπως έτσι, αντί να ισιώσουμε ανάστημα, να μην πηγαίνουμε σκυφτά –κι ας βολεύει αυτός ο ίσκιος τώρα που καλοκαίριασε, να μην ιδρώνουμε τόσο στις βόλτες με την αγάπη μας στην παραλία–, να περπατήσουμε καμαρωτοί, κι ας πονάει το ίσωμα της πλάτης, το κόρδωμα, αν χρειαστεί, να μην κάνουμε παρέλαση μόνο στις επετείους και στα «κοίτα τι μου πήρε το μωρό μου», να περπατάμε με καμάρι, έτσι χωρίς λόγο, γιατί είμαστε εμείς.

Όμως, για στάσου. Αν είμαστε εμείς, ο άλλος τι θα ‘ναι; Αφού ‘μαστε κι εμείς κομμάτι του κι αυτός δικό μας. Δε βλέπεις πόσο μοιάζουμε; Μη μου πεις δεν έχουμε την ομοιότητα του ζευγαρώματος που θέλει να μας συμβαίνουν τα ίδια και να αντιδράμε και στα ίδια, ακόμα κι αν δεν είναι δικά μας;

Μη ρωτήσεις ποιανού είναι! Είναι της αγάπης μας, του μωρού μας, του άλλου μισού μας. Κι αν, ας πούμε, θυμώσει με κάτι, έχουμε κι εμείς τέτοια οργή που χαλάμε τον κόσμο. Κι ας μην το ξέρουμε, κι ας μην το είδαμε από μέσα -ίσως, ενίοτε, ούτε καν απ’ έξω. Αν πάλι χαρεί, εκεί να δεις πανηγύρια. Κι ας μην ξέρουμε και πολύ για ποιο πράγμα χειροκροτάμε ακριβώς. Το μωρό μας έχει χαμόγελο. Διαφήμιση οδοντόκρεμας κι εμείς, οδοντόβουρτσες για πάρτη του.

Έτσι, τόσο μηχανικά και τόσο συνηθισμένα συνάμα, σαν πέρα-δώθε σε δόντια σχεδόν καθαρά, κάθε πρωί, το ίδιο τροπάρι και κάθε βράδυ ξανά οικειοποιούμαστε με τόση ευκολία οτιδήποτε είναι του άλλου, γιατί αφού τον θεωρούμε δικό μας, είναι κι αυτό δικό μας. Και καλά να παραμεριστούν κι οι τίτλοι ιδιοκτησίας  κι οι αντιδράσεις, γιατί ο έρωτας –ή αυτό που λέμε «έρωτα» ο καθένας από μας– έχει και την υπερβολή του στη δοτικότητα, την ομοιότητα στον χαρακτήρα, πού να τη βάλουμε; Σε ποιο κουτί εγκεφαλικό, σε ποιο ράφι και σε ποιον ορίζοντα αγάπης και συντροφικότητας να χωρέσει, ότι όσο περνάει ο καιρός μέσα, σε όλα αυτά, αφομοιωνόμαστε με τον άλλον κι είμαστε ο ίδιος άνθρωπος σε διαφορετικό σώμα, ενίοτε;

Γιατί όσο πιο πολύ κάθομαι με τον δάσκαλο οξύθυμο, τόσο πιο φυσιολογικό μου φαίνεται και μένα να θυμώνω, έτσι, χωρίς λόγο ή με μηδαμινό λόγο. Κι ας μην είναι δικό μου χαρακτηριστικό, είναι του άλλου. Και θα το πράξω, γιατί φυσικά θα μου βγει, όπως το να τον φιλήσω. Φιλάω και τον εαυτό μου, κι ας λέω πως έγινε χωρίς να το καταλάβω, γιατί μας παρέσυρε το πόσο πολύ έχουμε ζήσει μαζί. Με φιλάω γιατί με ανταμείβω. Γιατί μου λέω «μπράβο» που κατάφερα να μοιάζω με κάποιον που μου ήταν ξένος πριν τον ερωτευτώ. Γιατί αν δεν του μοιάζω, δεν είναι ο έρωτας ο δυνατός, ο ακαταμάχητος, ο αναλλοίωτος.

Όχι, είναι ένα αντίγραφό του, που οι άνθρωποι κρατάνε τον χαρακτήρα τους σταθερό, δεν τραβάνε τα χαρακτηριστικά του άλλου, δε φοβούνται τα δικά τους και τα προβάλλουν με ακριβό εισιτήριο. Γιατί είναι για λίγους, ακόμα και για αυτούς που θα τους πουν «σ’ αγαπώ, αλλά…».

Αλλά είμαι και θα ‘μαι ο εαυτός μου, μωρό μου. Δε θα γίνω εσύ και να μη γίνεις εγώ, γιατί αν είπαμε μία φορά «σε θέλω γι’ αυτό που είσαι» να το εννοούμε εκατό. Εκατό φορές την ώρα. Γιατί ακόμα κι αν μείνεις μια ώρα ακόμα ή και για πάντα, αυτό που είμαστε θα μείνει πολύ πιο μετά κι απ’ τους δυο μας.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη