Έχω μια αγάπη που με περιμένει στο δρόμο. Σε εκείνον ανάμεσα από την εκκλησία και το ποτάμι. Περπατάω και μπροστά στα μάτια μου ισορροπούν όνειρα. Όνειρα με βροχή σε εκείνη την έρημο που ο πόθος μου κοχλάζει. Ούτε τις νύχτες τον σκορπάει ο αέρας ούτε τις μέρες τον ξεγελάει η συνάφεια του κόσμου. Όνειρα για υποσχέσεις που κρατήθηκαν καθώς τα χρόνια μου γλιστράνε από κάθε πόρο του κορμιού μου. Όνειρα που η ουσία τους κάθεται στον καναπέ μου και σαν άλλα εκθέματα σε μουσείο προκαλούν δέος στο τέλος του έρωτα. Γιατί μόνο όταν τελειώσει αρχίζει η αγάπη. Και μόνο όταν αρχίσει η αγάπη περπατάς για να φτάσεις. Με τον έρωτα κανένα δρομολόγιο δεν ξέρει τι πάει να πει εγκατάσταση. Γίνονται μόνο για να γράφεις χιλιόμετρα σκοτώνοντας τις ώρες που νομίζεις ότι σου περισσεύουν. Περπατάω κι άλλο και στην ισορροπία του επόμενου ονείρου, νιώθω πως δεν πρέπει να ξεχάσω να πω στην αγάπη μου πως έφτασα σε αυτή. Δεν της το λέω όσο θα ήθελα, δεν με ρωτάει όσο θα ήθελε. Έφτασα εκείνη την Κυριακή το απόγευμα -γιατί έχει σημασία ο χρόνος- αφού έκανα το γύρο του κόσμου -γιατί έχει σημασία και ο τόπος-, χωρίς πια να με εμπνέει η συντριβή- γιατί έχει σημασία και ο τρόπος. Όλα έχουν σημασία όταν πια δε θες να γίνεις η σύγκρουση. Όταν όποια πλαγιομετωπική και να βρίσκεται εκεί έξω δεν σε ερεθίζει. Τότε ξεκινάει μια ζωή άλλη που δε φανταζόσουν ότι σου αναλογούσε.

Έτσι έφτασα στην αγάπη μου. Με απάλλαξα από τη δυστυχία του έρωτα, από εκείνο τον μικρό θάνατο που κάθε στιγμή ισοδυναμεί με το τέλος του κόσμου, κάθε αλλαγή είναι ραγδαία, κάθε ίλιγγος καθοριστικός, κάθε ανάσα είναι λαχάνιασμα και κάθε πράξη επωδός τραγωδίας. Με άφησα να ελευθερωθώ από την ανάγκη μου για εκείνη τη φωτιά που τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται όσο και αν λάμπουν οι φλόγες και μέχρι να βρεις τι είναι έχει τσουρουφλίσει τα πάντα. Με τις στάχτες από αυτό έφτιαξα δρόμο παχύ και μαλακό στην αγάπη μου για να πατήσει να συναντηθούμε στη μέση. Πάνω σε αυτόν ακόμα βρίσκομαι και πάω γιατί τώρα που τη βρήκα το φως της εκπέμπει από το στομάχι μου μιας και πια το χώνεψα για τα καλά πως ό,τι καίει είναι πρόβα ζωής, ό,τι ζεσταίνει είναι η ίδια η ζωή. Μόλις φτάσω θα βρω την αγάπη μου να κοιτάει το καντήλι και να ακούει τις απαντήσεις των εικονισμάτων. Στροβιλίστηκε και η αγάπη μου και εγώ για χρόνια πολλά που δε θα γυρίσουν πίσω ανάμεσα στην απώλεια και την αναμονή. Να χάνει όσα είχε και να περιμένει ο έρωτας να τα φέρει πίσω. Και ήρθε η μέρα που το νιώσε πως τις ίδιες απαντήσεις έχουν τελικά θνητοί και άγιοι μόνο που οι πρώτοι όταν φτάσουν στην αγάπη δεν προσπαθούν να τις αλλάξουν. Στον έρωτα μόνιμα σκίζουν και γράφουν νοσταλγώντας την ορθογραφία. Λένε πως κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω του, ότι είναι σαν επιδημία που αν δεν κάνει τον κύκλο της θα σκάει πιο δυνατή όπου σταθεί. Η αγάπη μου όμως με έμαθε ότι μπορείς να συντομεύσεις τον κύκλο και τα ξεσπάσματα της αρρώστιας αυτής, ρωτώντας απλώς στον αέρα ποιος θέλει να μείνει. Αν η απάντηση γυρίσει πίσω εκκωφαντική σαν πόρτα που σκάει από τον άνεμο τότε ένας από τους δυο θέλει να τελειώσει αυτή η επιδημία που του τρώει τον οργανισμό και η πόρτα σφάλισε για να μην καταλάβει ότι σύντομα θα ακολουθήσει και ο άλλος.

Κανένα πλάσμα είτε του θεού που αντικρίζει τώρα η αγάπη μου, είτε των άλλων δεν μπορεί να ζήσει έτσι άρρωστο. Πεθαίνει στη δήθεν δόξα του συναισθήματός του για χάρη του, ήρωας για τον ηρωισμό όχι για να σωθεί μαζί με τον άλλον. Όμως αν η απάντηση γυρίσει πίσω σαν να έχει έρθει από τη δουλειά και πριν την πρώτη μπουκιά μεσημεριανού ρωτήσει για τον καφέ και τη μέρα σου- και ας τα ξέρει ήδη- τότε γιατρευτήκατε. Τότε μείνατε όσο χρειαζόταν στην αρρώστια μόνο και μόνο για τα αντισώματα και έτσι υγιείς θα βγάλετε τη μέρα. Και την επόμενη. Και τις νύχτες κυρίως. Και μια νύχτα σαν και αυτή που φτάνω για να βρω την αγάπη μου. Τώρα έχει σηκωθεί από το στασίδι και στέκεται πάνω από το ποτάμι, κοιτάζει τον εαυτό της πάνω του και σιγουρεύεται για τις απαντήσεις. Ρυτιδώνει το νερό και κοιτάζει και μένα πια μέσα σε αυτό. Γιατί εγώ είμαι τα όνειρα που της πηγαίνω.

Είμαι ουσία και ύλη που η αγάπη μου έκανε σχήμα για να μπορεί να αναπνέει μέσα του. Με λέει όνειρο, γιατί ακόμα δεν εφευρέθηκε άλλη λέξη για την αλήθεια που είναι όλη δική σου. Για την πραγματικότητα που είναι μια και τη μοιράζομαι με την αγάπη μου και θα το δεις μια άλλη Κυριακή δε θα θυμόμαστε πια τι σημαίνει μισός. Έχω φτάσει και όλα μου τα βήματα αναμετριούνται με το βλέμμα της αγάπης μου. Αυτό το βλέμμα που ήξερε πως θα έρθω και αν αργούσα θα ερχόταν να με βρει εκείνη. Και ακόμα και τότε θα αναμετριόμασταν με το ότι συναντηθήκαμε στη μέση και η νίκη θα ήταν όλη του δρόμου που μας ένωσε. Όμως το ξέρω και βήμα να μην κάνω ποτέ ξανά πάντα κάπου θα φτάνω αφού η αγάπη μου έφτασε σε μένα. Γιατί όση φωτιά και αν χρειά΄3στηκε να με κάψει για να τελειώνω με τους καπνούς που θολώνουν τα πάντα, η αγάπη μου ήταν θεόσταλτη καθαρή βροχή από την αρχή στα πάντα.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.