Είναι αυτά που όταν τα ακούς –συνήθως αφού ο ήχος τους περάσει κι η επήρειά τους αρχίσει να κυκλοφορεί στο αίμα σου– πάντα αναρωτιέσαι αν όντως η ακοή σου είναι καλή. Καμιά φορά κι αν όντως απευθυνόταν σε σένα. Όχι ότι αυτός που τα ξεστομίζει δεν ξέρει πού πάνε, αλλά σε βρίσκουν πάντα τόσο απροετοίμαστο. Πάντα αργείς να συνειδητοποιήσεις ότι εσύ ήσουν ο αποδέκτης τους εξ αρχής.

Λόγια αφιλτράριστα, σχεδόν συλλαβιστά, συνοδευόμενα από καυτές ανάσες κι ιδρωμένα μέτωπα. Λόγια που ο ίδιος ιδρώτας γλιστρώντας σε πλάτες και σε ρυθμικές, παλλόμενες, κινήσεις εραστών μέσα-έξω ο ένας στο σώμα του άλλου, ξέφυγαν χωρίς έγκριση. Λόγια ανάμεσα σε βογγητά κλιμάκωσης, αλλά κι εκείνα της εκτόνωσης που το γράμμα της κάθε λέξης σχημάτιζε το χαμόγελο πάθους αυτών των δύο που θέλουν κι άλλο. Λόγια καύλας που επαναστατούν όσο συχνότερα μπορούν, γιατί η εξαργύρωσή τους γίνεται μόνο σε κορμιά διαρκώς ευχαριστημένα.

Ίδιας συνομοταξίας είναι και τα λόγια που για καιρό σώπαιναν. Οι κουβέντες που κάνανε τα ακορντεόν μέσα σε σώματα να αλλάζουν σχήμα για να τις χωρέσουν. Μια λίγο πιο έξω, λίγο πιο ανοιχτά να πάρουν τη θέση τους κι όσο αέρα τους χρειαζόταν για να ευημερήσουν, φουσκώνοντας το σώμα που τις φιλοξενούσε. Και ύστερα λίγο πιο μέσα, κι ακόμα μέσα λίγο, γιατί μαζεύτηκαν πολλές και πρέπει να γίνει χώρος για όλες. Όλες, τελικά, στριμώχνονταν σε μια μάζα χωρίς χαρακτηριστικό σχήμα που έμενε απλά για να υπάρχει.

Τις περισσότερες φορές χωρίς σκοπό συνέχιζε αυτό το μέσα-έξω. Ώσπου χωρίς καμία προειδοποιητική βολή, το στόμα αυτού του σώματος τις εκτόξευσε προς πάσα κατεύθυνση χωρίς να νοιάζεται για τις απώλειες που θα προξενούσε. Ήταν όλες αυτές οι λέξεις τόσο στοιβαγμένες που το κατάλαβαν πια ότι δεν υπήρχε σωστή δική τους θέση κι έτσι άτακτα βγήκαν προς τα έξω.

Χωρίς ελπίδα παλινόρθωσης ή έστω λύσης έκτακτης ανάγκης, η μοναδική απώλεια που τις ενδιέφερε ήταν να χαθούν απ’ το μέρος που υπήρχαν τόσο καιρό. Λέξεις θυμού που βρήκαν σε κεφάλια, προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερους θυμούς στο όριο της προσβολής και κουδούνισαν σε συνειδήσεις για να καταλήξουν πόσες υπάρχουν εκεί έξω τελικά. Κουβέντες από σουφρωμένα στόματα, παρεξηγημένους εγωισμούς κι αργοπορημένες ντροπές.

Από το τρίπτυχο θα απαγορευόταν να λείπουν τα λόγια που μυρίζουν ανεπιτυχή προσπάθεια νηφαλιότητας μοιρασμένα από ξενυχτισμένες ανάσες. Με τη σωστή –εννοώντας πάντα αυτή που ξέφυγε κατά πολύ απ’ τα σωστά– αναλογία οινοπνεύματος, ματιών που ανοίγουν με δυσκολία και ποδιών που σέρνονται, ειπώθηκαν χωρίς άδεια.

Βγήκαν χωρίς σκοτούρα, με το ίδιο υπόβαθρο παιδικής αφέλειας που λέει το πιο φυσιολογικό πράγμα σε κάποιον που δεν ήταν έτοιμος να το ακούσει. Λέξεις από φλεγόμενες ορμόνες που ανατινάχτηκαν εύκολα στα μούτρα του απέναντι, με σπίρτα ομιλητικά ένστικτα και το αλκοόλ που ήδη υπήρχε.

Λέξεις που πάντα η μοίρα τους ήταν να ξεφύγουν με την κατάλληλη αφορμή. Να δραπετεύσουν για εκεί που ανήκουν με παρότρυνση από ρουφηγμένες γόπες και διάφανα άδεια μπουκάλια που κανείς δε θυμάται τι ώρα ήταν ακριβώς όταν είχαν διάφορα υγρά στο εσωτερικό τους. Κουβέντες που μέχρι να σκορπίσουν στον αέρα του αποδέκτη, κανείς δεν ήξερε πόσο εύκολο ήταν και πόσο τις χρειαζόταν. Λόγια μεθυσμένα που ο ορισμός τους όσο παρεξηγείται άλλο τόσο λατρεύεται.

Αν ήσουν εκεί και σε πέτυχαν σωστά εκείνη την ώρα που ειπώθηκαν, σίγουρα η προσοχή σου εντάθηκε λίγο παραπάνω κι από όπου κι αν ήρθε σε βρήκε και μια αίσθηση τύχης που τα άκουσες. Περίεργο πράγμα η τύχη, ε; Δεν ξέρεις ποτέ πότε θα σε βρει και πώς θα μοιάζει. Και πάντα οι πιθανότητες γέρνουν υπέρ του να μοιάζει με κάτι που δε φανταζόσουν.

Όπως σίγουρα δεν είχες σκεφτεί σοβαρά ότι η τύχη στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται στο ότι αυτά τα λόγια του θυμού, της καύλας και του μεθυσιού είναι η πιο έγκυρη μορφή αλήθειας που θα πάρεις ποτέ. Ό,τι κι αν ένιωσες όταν τα άκουσες, όποιος κι αν ήσουν τότε ή τώρα, ό,τι κι αν ήθελες να τους ανταποδώσεις, ήταν η μεγαλύτερη αλήθεια που έλαβες ποτέ.

Όσο πιο έξυπνα το καταλάβεις αυτό, άλλο τόσο έξυπνα θα αποσαφηνίζεις το νόημά τους πάντα. Θα είναι ό,τι πιο αυθεντικό συνάντησες ποτέ σου. Έτσι απλά, σε ένα ξέσπασμα, σε λίγα ποτήρια παραπάνω, σε μια παρατεταμένη ηδονή. Έτσι μονοκόμματα, πηγαία κι από άγνωστη προέλευση. Ή έστω εσκεμμένα συγκαλυμμένη για όσο την παίρνει. Γιατί η αλήθεια είναι πάντα λιτή και μία και σου ζητάει τα πάντα ενώ εσύ τίποτα. Άλλωστε, τι νόημα έχει να ζητήσει κανείς να του κάνουν ένα δώρο;

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη