Το μόνο πράγμα που δεν έχει σκεφτεί κανείς μας στην πρώτη του πιο στενή επαφή με το άλλο (ή και το ίδιο) φύλο –στις πρώτες εκείνες φορές που η όλη μας συναναστροφή με τον άλλον δεν είναι παρά ένα πολλά υποσχόμενο φλερτ, του οποίου τα πολλαπλάσια θα θέλαμε να ζήσουμε– είναι το τι παίρνει ο άλλος όταν φεύγει από εμάς. Όταν γυρίζει σπίτι του, όταν τα βάζει κάτω με τον εαυτό του κι αποφασίζει ότι σε θέλει, όταν ανταποκρίνεται όπως θα ‘θελες ή και καλύτερα, χωρίς να καταλαβαίνεις καν πώς έγινε αυτό.

Παίρνει τις λέξεις σου. Όχι το άρωμα, ούτε την αύρα σου, την αυτοπεποίθηση ή την αμηχανία σου και τις κινήσεις των χεριών σου. Δεν κρατάει το βλέμμα σου, τη χροιά της φωνή σου ή το ύφος του προσώπου σου. Παίρνει τα λόγια σου. Την έννοια της κάθε συλλαβής που θα βγει απ’ το στόμα σου κι ενίοτε, όσο υπερβολικό ή δύσκολο κι αν φαντάζει να ανταποκριθείς, μέχρι και τη σειρά των λέξεων. Τη σύνταξή τους, πώς μπήκαν στη σειρά και ποιο ηχόχρωμα τις συνόδευσε για να φτάσουν μόνο σε ‘κείνον.

Να απευθύνονται μόνο σε ‘κείνον, να τις συνδύασες έτσι για ‘κείνον. Γιατί, κακά τα ψέματα, μετράει αν αυτός –ο άλλος που σε έκανε να θες να ζήσεις και τη συνέχεια όλου αυτού– σε κάνει να πιστεύεις ότι οι λέξεις φτιάχτηκαν και για σένα. Όχι, γενικά, ότι μας χρωστάνε την ύπαρξή τους και τα λεξικά, αλλά ότι εκείνες οι συγκεκριμένες λέξεις που θέλαμε τόσο να ακούσουμε και τόσο να δώσουμε στον άλλο κι εμείς, προσωποποιήθηκαν για μας.

Κι εκεί που είναι το μόνο πράγμα που δεν έχει σκεφτεί κανείς, αρχίζει και γίνεται μια διαδικασία προσωπικής βελτίωσης καθημερινή, μόλις καταλάβουμε ότι ο γενικός κανόνας «ό,τι δίνεις, παίρνεις» ισχύει αλάνθαστα κι εδώ. Ίσως πιο πολύ εδώ, γιατί στο φλερτ πρέπει και τα δύο άκρα να συνεισφέρουν εξίσου, αλλιώς το σκοινί λύνεται και πάντα κάποιος πέφτει κάτω πρώτος -γιατί η άλλη πλευρά παράτησε το να κρατάει αντίσταση πολύ νωρίς.

Γι’ αυτό θέλουμε ένα γενικό πέρα-δώθε λεξιλογίου, που να ‘χει νόημα πέρα από το προφανές, πέρα από αυτά που βλέπουν όσοι δεν είχαν την τύχη να φλερτάρουν με τον δικό μας ποθητό άλλο, πέρα από αυτά που θα βλέπαμε κι εμείς αν δε βάζαμε τον εαυτό μας να δει και παραμέσα. Γιατί το κάναμε πρώτα σε μας κι αυτό μας έριξε ξανά στην αρένα της διεκδίκησης του άλλου και τώρα αναζητάμε και το απέναντι παραμέσα.

Εκεί μέσα, λοιπόν, τα πράγματα δεν είναι ποτέ στην τύχη και συνεπώς ούτε κι οι λέξεις. Έτσι αυτή η διαδικασία της προσωπικής βελτίωσης πάει πάντα παραπέρα απ’ τις πρόβες στον καθρέφτη για το πώς θα το πεις κι είναι πάντα το τι θα πεις, ώστε να δείχνει ότι ασχολήθηκες και σήμερα και σου περίσσεψε όρεξη και για αύριο. Αυτό με τη σειρά του θα γίνει ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα των κύκλων που θες να ολοκληρώσεις με τον άλλον, σε αυτά που θες να κάνεις, αλλά πρέπει πρώτα να του τα πεις για να φτάσετε στην πράξη.

Στην κάθε πράξη. Άλλωστε, κι οι τόσο πολυπόθητες πράξεις που επαληθεύουν πάντα την αξία όσων αρχίζουν –αν θα συνεχίσουν κιόλας– γεννήθηκαν από όσα είπαμε στον εαυτό μας ότι θέλουμε να κάνουμε και τα είπαμε έπειτα στον άλλον, όπως κι αυτός τα δικά του σε μας, για να γίνει η εικόνα στο κεφάλι μας πραγματικότητα.

Αυτές οι σωστές λέξεις καθόρισαν και την ποιότητα της κάθε συνέχειας.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη