Θυμάσαι τον εαυτό σου στα δεκάξι; Αν ναι, μην τον ξεχάσεις ποτέ. Μην αφήσεις ποτέ να χαθεί απ’ το μυαλό σου εκείνος ο άνθρωπος. Ο πιο ανέμελος, ο πιο συναισθηματικός, ο πιο εκφραστικός, ο πιο ευσυγκίνητος, ο πιο ερωτευμένος. Εκείνο το παιδί που τα γόνατά του λύγιζαν από έρωτα, που η καρδιά του πονούσε από αγάπη, τόσο πολύ που το ευχαριστούσε. Εκείνο το παιδί με την αθωότητα που πλημμύριζε το «είναι» του. Μην το αφήσεις να σβηστεί, μην το παραμελήσεις, μην του κλείσεις την πόρτα στα μούτρα.

Καλά ντε, μεγάλωσες κι αγρίεψες, κατευθείαν! Τα μάτια σου έσβησαν τη φλόγα που κάποτε μέρα νύχτα ήταν ξύπνια κι έπαιζε ακατάλληλα παιχνίδια. Το κορμί σου ερήμωσε, η καρδιά σου ορφάνεψε, το δέρμα σου γέρασε, οι μαύροι κύκλοι επαναστάτησαν και τα πόδια σου υποφέρουν καθημερινά από κούραση και ταλαιπωρία. Μια ζωή αλλιώτικη με ευθύνες, παιδιά, υποχρεώσεις και μουντή διάθεση για τα πάντα.

Έτσι, άλλωστε, είναι η ζωή αν τη θεωρήσεις ένοχη κι όχι αθώα. Αν τη βρίζεις γιατί υπάρχει, αν τη μειώνεις, αν ρίχεις ευθύνες συνέχεια στον εαυτό σου. Αν τα παρατήσεις και βουτήξεις στη μιζέρια, δύσκολα της ξεφεύγεις. Πολύ δύσκολα. Αν ξεχνάς την ηλικία των δεκάξι, μια ζωή σαν εξηντάχρονος θα φαίνεσαι, θα είσαι και θα συμπεριφέρεσαι. Όσο μεγαλώνεις έρχεσαι αντιμέτωπος με τον πόνο, με την εγκατάλειψη, τη δουλειά και την ανάγκη για επιβίωση. Αυτό που ξεχνάς όμως κι αμελείς είσαι εσύ κι η παιδικότητα που χάθηκε. Όχι γιατί εκείνη το ήθελε, αλλά γιατί εσύ της το επέτρεψες. Εσύ της άνοιξες την πόρτα κι εξαφανίστηκε. Βλέπεις, δε μένει εκεί που δεν τη θέλουν, όσο κι αν εκείνη καίγεται. Και μη την πεις εγωίστρια, μεγάλε ξεροκέφαλε, άδικο θα έχεις.

Κάπου κάπου, σου έρχεται στο μυαλό εκείνο το δεκαεξάχρονο και μελαγχολείς για όσα έζησες κι όσα έκανες. Θα έδινες και πέντε χρόνια απ’ τη ζωή σου για να ζούσες δέκα μέρες σαν ανέμελο δεκαεξάχρονο. Θυμάσαι την ταχύτητα των παλμών σου, τα μάγουλά σου που κοκκίνιζαν από ντροπή, το πρώτο σου φλερτ που σου έμαθε τι είναι αγάπη και σε ωρίμασε, τα ταξίδια που έκανες, τους χορούς, τις θυσίες, τα χιλιόμετρα, τα κλάματα, τον έρωτα που δεν τελειώνει, τις αληθινές αγκαλιές, τους παιδικούς φίλους, τα αληθινά συναισθήματα γεμάτα παιδικότητα. Θυμάσαι και πονάς, αλλά δε θες να σε δει κανείς έτσι. Στενοχωριέσαι περισσότερο γιατί πια δεν είσαι εκείνο το δεκαεξάχρονο.

Κάποιες στιγμές σκέφτεσαι και προσπαθείς να νιώσεις όπως ένιωθες κάποτε και παρακαλάς τον χρόνο να γυρίσει πίσω για να ξανανιώσεις το ίδιο. Όμως εκείνος δε γυρίζει. Ούτε εκείνοι οι άνθρωποι του τότε θα γυρίσουν ποτέ, γιατί αν ήθελαν δε θα είχαν φύγει. Αυτό δε σημαίνει ότι τώρα δεν μπορείς να ξανανιώσεις κάτι αντίστοιχο, που θα σε αλλάξει και θα σε κάνει να νιώσεις ξανά σαν να είσαι δεκάξι. Σημασία, άλλωστε, δεν έχει πόσο χρονών είσαι, αλλά  πόσο αισθάνεσαι. Μπορεί να είσαι δεκάξι και να νιώθεις εξήντα όπως και το αντίστροφο. Εσύ δίνεις στον εαυτό σου ποιότητα ζωής και λόγω ύπαρξης.

Αν πιστεύεις ότι έχεις γεννηθεί για να σε καταπιεί η καθημερινότητα, θα σε καταπιεί χωρίς δισταγμούς. Αν πιστεύεις στον εαυτό σου και σε κάτι καλύτερο για εκείνον, αν έχεις κάποιο όραμα και κάποιους στόχους θα τα καταφέρεις όσο κι αν είσαι, όπως κι αν είσαι. Γιατί θα υπάρχει θέληση, κάτι που δεν υπάρχει σε κανένα δεκαεξάχρονο στις μέρες μας.

Συντάκτης: Ευαγγελία Μικέ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη