Μοιάζει αστείο που τα πράγματα που μοιάζουν εύκολα κι απλά καταλήγουν να σου τρώνε τον εγκέφαλο. Σκέψου τον κύβο του Ρούμπικ. Είναι απλά ένας κύβος με πολλά χρωματιστά κουτάκια, κι όμως θα σε κάνει να περάσεις άυπνες νύχτες. Γιατί η γοητεία κρύβεται στο πόσο μπορεί να σε παιδέψει κάτι που φαίνεται τόσο απλό, ακόμα και ρηχό.

Τόσο απλό και ρηχό όσο αυτό που κάναμε εμείς οι δύο πριν κάτι βράδια. Μπαίνω στο μπαρ και άπειρες παρουσίες πολύ πιο λαμπερές από εσένα βρίσκονται στο οπτικό μου πεδίο. Το δικό σου οπτικό πεδίο, δε φαινόταν καν πως με είχε ανιχνεύσει –γιατί να το κάνει άλλωστε; Κι εσύ τα πιο φανταχτερά θα έψαχνες, σκεφτόμουν, κι όχι τη μουντίλα και την ξενερωτίλα του δικού μου προσώπου. Δεν ήμουν για τέτοια μέρη εγώ, δε μου αρέσουν οι φασαρίες. Με εμποδίζουν να ακούω τα μυαλά των ανθρώπων, κι έτσι νιώθω άοπλος.

Άοπλος τόσο πολύ, όσο όταν ήρθες να μου μιλήσεις. Σκέφτηκα πόσο γελοία μοιάζεις με αυτές τις μπογιές στο πρόσωπό σου και πόσο πιο όμορφη θα ήσουν χωρίς αυτές. Σκέφτηκα πόσο αστείος μοιάζω καθώς τραύλισα όταν έβγαλα την πρώτη μου κουβέντα απ’ το στόμα, και πόσο ξενέρωτη μπορεί να είναι η μορφή ενός άντρα που τρέμουν τα χέρια του καθώς πάει να πιει άλλη μια γουλιά, με την ελπίδα πως θα μπορούσα να συντάξω μια πρόταση της προκοπής. Το απολάμβανες όλα αυτό, το πόσο ευάλωτος μπορεί να είναι ένας άντρας μπροστά στα μάτια σου.

Οι μόνες 3 λέξεις που θυμάμαι να είπα με μεγάλη άνεση και χωρίς φόβο στη φωνή μου ήταν «Πάμε να φύγουμε». Το δέχτηκες δίχως καν να μιλήσεις. Το θήραμά σου εκείνη τη νύχτα ήμουν εγώ, μέσα στους τόσους θαμώνες ενός μπαρ που φαίνονταν να απολαμβάνουν τα δυνατά φώτα, τη μουσική που σου σπάει τα τύμπανα και το φτηνό αλκοόλ, διάλεξες εμένα με τη μάπα την αδιάφορη, του τύπου που δε θέλεις να έχεις στην παρέα σου γιατί πάντα θα σου τη σπάει και πάντα κάτι θα του φταίει.

Το θήραμά μου εκείνη τη νύχτα ήσουν εσύ. Ήμασταν δυο κυνηγοί που ξέραμε πως το βράδυ αυτό θα χορταίναμε. Ήμασταν δυο κυνηγοί που πολύ προσεκτικά περιποιηθήκαμε ο ένας τη σάρκα του άλλου, σχεδόν ευλαβικά. Οι κινήσεις ήταν σε άλλα σημεία απαλές, ήρεμες, αθώες. Το κορμί του θηράματος πρέπει να το σέβεσαι, άλλωστε. Κινήσεις σίγουρες κι αργές, βασανιστικές. Αναπνοές βαριές, λες και τρύπαγαν τα σώματά μας.

Έπειτα, κινήσεις πιο βίαιες, για να γίνει κατανοητό ποιος είναι το αφεντικό. Κι εκεί μου έκανες τη μεγαλύτερη εντύπωση, γιατί το μαχαίρι το κράτησες εσύ και το έμπηξες στη σάρκα μου. Εσύ ήσουν που γεύτηκες το αίμα μου και το παράδοξο ήταν πως δεν είχα καμία διάθεση να σου αντισταθώ. Έβαζες τους κανόνες. Για ένα ολόκληρο βράδυ, βασάνιζες κάθε σπιθαμή του θηράματός σου αφού πρώτα του έγλυφες τις ανοιχτές πληγές.

Δεν ξέρω το όνομά σου. Δε θυμάμαι καλά-καλά το πρόσωπό σου. Έχω απομνημονεύσει κάθε ατέλεια και τελειότητα του κορμιού σου, από την ελιά στο στήθος σου μέχρι τη μελανιά στο γόνατό σου. Αλλά δε σε ξέρω. Δεν μπορώ να σε ψάξω. Χάθηκες, χάθηκα. Ήταν ένα one night stand κι ήταν ακριβώς όπως το φανταζόμασταν κι οι δυο. Καμία προσδοκία, καμία όρεξη για να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Ένα βράδυ χωρίς υποχρεώσεις παρά μόνο μία: Να γαμιόμαστε ως το πρωί.

Πόσο ντρέπομαι που δεν μπόρεσες να μείνεις στο μυαλό μου ως ένα καταπληκτικό σεξ και μόνο, δεν μπορείς να φανταστείς. Πόσο ντρέπομαι που ξύπνησα κι ήθελα να σε έχω δίπλα μου, να σε γνωρίσω, να σου φτιάξω έναν καφέ και να μιλήσουμε τυλιγμένοι με σεντόνια. Ντρέπομαι που το κοινό μας βράδυ ξεκίνησε με λόγια λίγα αλλά κατανοητά και μπόλικες πρόστυχες πράξεις κι εγώ σκέφτομαι πόσο πολύ σε θέλω δίπλα μου έστω για ένα πρωινό, να μάθω το όνομά σου, ποιος είναι ο αγαπημένος σου καφές. Θα ήθελα μπόλικες αθώες λέξεις στο φως του ήλιου και καμία πρόστυχη πράξη, ούτε καν σκέψη, για τη νύχτα.

Πόσο αφελής μπορεί να είμαι που νιώθω ερωτευμένος με μια απουσία που απ’ την αρχή ήξερα πως δε θα γινόταν ποτέ παρουσία; Πόσο αστείο που ένα βράδυ δίχως υποχρέωση καμία με έκανε να νιώσω τόση απογοήτευση; Δε σε ξέρω και δε θα σε μάθω ποτέ. Η γοητεία στην κοινή μας ιστορία  είναι πως όλα θα παραμείνουν άγνωστα και κρυφά. Στην τελική ίσως και να μη θέλω να σε βρω. Είναι καλύτερη η ιδεατή εικόνα που έχω φτιάξει για σένα. Ας μείνει έτσι. Αν και θα ξαναπεράσω πολλά βράδια σ’ εκείνο το μπαρ, με την ελπίδα πως θα ξαναγίνω το θήραμά σου, και με την υπόσχεση στον εαυτό μου πως θα σε ξεπεράσω, με όποια να’ ναι.

 

Συντάκτης: Ιωάννης Καράπογλου