Μανάδες, κόρες, αδερφές, φίλες, γκόμενες και σύντροφοι ζωής. Γυναίκες. Παντού στη ζωή μας, τριγυρνάμε στο δρόμο και τις κοιτάμε, τις θαυμάζουμε, άλλες μας κάνουν τη ζωή δύσκολη κι άλλες μας πετάνε στα ουράνια, ξανθιές, μελαχρινές, κοκκινομάλλες, μικρές και μεγάλες. Το ελιξίριο της ζωής.

Μπορεί όπου βρεθούμε και σταθούμε να μιλάμε για αυτές με παράπονο και «Αχ Μαρία με κατέστρεψες», «Γύρνα πίσω Λίτσα θα κάνω καμιά τρέλα» κι άλλα τέτοια όμορφα, μπορεί να έχουμε αφιερώσει το «Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος, πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος» ουκ ολίγες φορές αλλά σκέψου μια ζωή δίχως γυναίκες. Γίνεται; Δε γίνεται.

Είναι η γλύκα, είναι η στοργή, είναι η εικόνα της μαμάς που πάντα θα μένει χαραγμένη ως η πρώτη εικόνα γυναίκας, είναι επίσης ο πρώτος έρωτας, ο παιδικός που ένιωσες πρώτη φορά να θες να μοιραστείς το κολατσιό σου με ένα άλλο πλάσμα. Είναι οι πρώτοι εφηβικοί έρωτες που άρχισες να καταλαβαίνεις τι σημαίνει να βαράει η καρδιά σου σαν τρελή, που έφτιαχνες σχέδια για καντάδες με τους φίλους σου κάτω από το μπαλκόνι της και που έσβηνες κι έγραφες και ξαναέσβηνες μέχρι να πετύχεις το τέλειο ραβασάκι.

Είναι τα πρώτα αγγίγματα, τα αγνά, και τα άλλα τα πιο πρόστυχα όταν μάθαινες το σώμα της κι εκείνη το δικό σου. Τα μεθύσια που έκανες μαζί της και της υποσχόσουν τον ουρανό με τ’ άστρα. Οι βόλτες, ο έρωτας, το πρώτο «Σ’ αγαπώ» που, μπαγάσα, δε θα το ξεχάσεις ποτέ κι ας το παίζεις κουλ κι υπεράνω. Είναι ο σεβασμός που σου έμαθε η μαμά κι η πίστη στις αιώνιες αγάπες που σου έμαθε η γιαγιά. Τα βρισίδια που σου έμαθε η θεία και το «Γιάννη, δε θα ρίξεις ποτέ γκόμενα κάνοντας διαγωνισμούς ρεψίματος μπροστά της» που σε δασκάλεψε η κολλητή.

Η γυναίκα μέσα στα μάτια μου έχει μια υπόσταση που ταλανίζεται ανάμεσα στο ανθρώπινο και το θεϊκό. Ο Φοίβος Δεληβοριάς στο τραγούδι του «Εκείνη» σκιαγραφεί όλα όσα έκανε για σένα μια γυναίκα κι όλα όσα έκανες εσύ για μια γυναίκα και πολλές φορές είναι σαν να μιλάει για πράξεις που έκανε ένας πιστός για τη θρησκεία του.

Όλα τα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος μπορεί να σου τα μάθει παίρνοντάς σε απ’ το χέρι μια γυναίκα, είτε είναι η μαμά σου, η αδερφή σου είτε η γυναίκα που θα αποφασίσεις να μοιραστείς μαζί της τη ζωή σου. Το τραγούδι αυτό επαναλαμβάνει συνεχώς αλλά και τελειώνει με το στίχο «Και σκοτώνεσαι». Θυσίες, πολλές θυσίες για τη γυναίκα.

Το ξέρεις μέσα σου καλά πως δε θα είχε νόημα μια ζωή δίχως γυναίκες. Αυτό το κλισέ που λένε, ότι είναι το αλατοπίπερο του κόσμου; Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω παραπάνω. Είναι η μυρωδιά τους, η αφή τους, η αίσθηση των χεριών τους πάνω στα δικά σου χέρια, ο τρόπος που σε κοιτάζουν και σε αφοπλίζουν δίχως να χρησιμοποιήσουν τίποτα άλλο παρά μόνο τις κόρες των ματιών τους, είναι η φωνή που σε ξυπνούσε κάθε πρωί κι ένιωθες σιγουριά, αυτοπεποίθηση, που ήξερες πως όλα θα πάνε καλά γιατί είναι και πάλι εκεί, δίπλα σου.

Γι’ αυτό είναι ευλογία που περιφερόμαστε από δαύτες. Γιατί είναι δασκάλες, είναι σύντροφοι, είναι οικογένεια, είναι συμβουλάτορες, είναι έρωτες μεγάλοι, κάποιες είναι πάθη, κάποιες και λάθη μα και τα λάθη δάσκαλοι είναι.

Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννη Κυράπογλου: Κατερίνα Κεχαγιά.

 

Συντάκτης: Ιωάννης Καράπογλου