Τρώμε συνεχώς. Πρωί σαν πασάδες, τα κορν φλέιξ μας, τα τσουρέκια μας, τα κρουασάνια μας, τα μπισκότα και τις μπάρες δημητριακών μας. Κουλούρια, μπουγάτσες, πεϊνιρλί κι όλα τα σχετικά. Έρχεται το μεσημέρι, χαμός. Θες χωριάτικες και σαλάτες του Καίσαρα; Θες χοιρινό, θες κοτόπουλο, θες σουτζουκάκια, θες ψάρια, θες Κινέζικα και σούσια κι άλλα ακαταλαβίστικα; Γουστάρεις μακαρονάδες, πίτσες ή είσαι απ’ αυτούς που τη βρίσκουν με τις φασολάδες και τις μπάμιες; Τρως, τρως πολύ.

Πάει και βράδυ. Ε δε θα τσιμπήσεις κάτι; Δε θα χτυπήσεις ένα πιτόγυρο με κοακόλα για το καλό; Όταν έχει ματσάκι δε θα χτυπήσεις μια πίτσα 4χ4 μέχρι να μην μπορείς να κουνηθείς ούτε για να φτάσεις το τηλεκοντρόλ; Άμα έχεις ραντεβού με πρόσωπο, δε θα πάτε σε ένα σικάτο τρεντοεστιατόριο για να πλακωθείτε στις γκουρμεδιές;

Τρώμε παιδί μου, πολύ κι απ’ όλα. Μας αρέσει να του δίνουμε και να καταλαβαίνει. Και σου έκανα όλη τούτη τη μακρόσυρτη εισαγωγή για να φτάσω στο σημείο να σου πω ποιους ανθρώπους δε χωνεύω καθόλου. Αυτούς που τρώνε συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Μου κάθονται στο στομάχι. Που θα πάνε σε ένα μαγαζί και θα φάνε αυτό που φάγανε και την προηγούμενη, και την παραπροηγούμενη φορά. Κι εγώ το έκανα αυτό, αλλά ήμουν εννιά, είχα πάθει σοκ με το σουβλάκι κι είχα πάθει ακόμα μεγαλύτερο σοκ με τη σερβιτόρα η οποία επειδή μας γνώριζε ερχόταν και με τάιζε στο στόμα. Οπότε καταλαβαίνεις, η κρίση μου ήταν ακόμα θολή.

Γιατί ακολουθείς βρε άνθρωπέ μου την πεπατημένη; Τον ουρανίσκο σου τον ρώτησες; Φτάνει με τις ίδιες γεύσεις! Χάνεται το νόημα. Καλή η σιγουριά, δε διαφωνούμε ως εδώ, καλό να γνωρίζεις τι σου αρέσει αλλά αν δε δοκιμάσεις μια ευρεία γκάμα από γεύσεις, πώς θα γνωρίσεις αν όντως μονάχα αυτό θες να φας;

Δε λέω πως θα σου αρέσουν τα πάντα ούτε πως κάθε γεύση θα είναι μοναδική. Αλλά να φας τη βρομιά, τη λουκανικάρα απ’ την καντίνα. Να φας και το ψαράκι που έχει τη νοστιμάδα του. Να δοκιμάσεις αν έχεις την ευκαιρία όλα τα είδη κρέατος, από τα γνωστά χοιρινομοσχαρίσια έως προβατίνα. Ναι φίλε. Και στο συγκεκριμένο παράδειγμα να με θυμηθείς γιατί νοστιμότερο κρέας από την προβατίνα δε θα βρεις, στο υπογράφει ο Κυράπογλου.

Φάε σοκολάτες, και σιροπιαστά και τάρτες με φρούτα, φάε φαγιά από ξένους πολιτισμούς, κάνε συγκρίσεις, βρες ομοιότητες και διαφορές. Όντως, οι γεύσεις του κάθε λαού λένε πολλά για την κουλτούρα του.

Μην κολλάς στα ίδια και στα ίδια. Είναι κρίμα, μιλιά να είχε ο ουρανίσκος θα σε έβριζε, θα του τρέχανε τα σάλια με όσα θα έβλεπε να παραβλέπεις και να απορρίπτεις για να φας ξανά «το συνηθισμένο».

Δε θα τελειώσει ο κόσμος αν δε φας αυτό που πάντα παρήγγειλες, δε θα χαλάσει ο κόσμος αν δοκιμάσεις και μελιτζάνες, και κολοκυθάκια και κουνουπίδια κι εκείνη τη σοκολάτα με τις σταφίδες αντί για τη συνηθισμένη γάλακτος.

Στην τελική, εδώ αλλάζεις γούστα στους ανθρώπους, εδώ κάνεις λάθος επιλογές στις σχέσεις σου και κάθεσαι και φοβάσαι μήπως δε σου αρέσει το συκαλάκι το γλυκό; Άσε μας Χριστιανέ μου.

Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννη Κυράπογλου: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Ιωάννης Καράπογλου