Πρώτη φορά που σε είδα ήταν στο μπαράκι που συχνάζεις. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που ξεκινάς απ’ το σπίτι με την όρεξη στο ναδίρ, άλλα παρ’ όλα αυτά αποφασίζεις να βγεις απ’ το να μείνεις αγκαλιά με τον καναπέ. Τυχαία βρέθηκα εκεί, όπως τυχαία καταλήξαμε να μιλάμε όλο το βράδυ. Δεν μπορώ να πω, η έλξη ήταν αμοιβαία κι αυτό ήταν κάτι παραπάνω από αισθητό.

Συνήθως δεν τα πάω καλά με τέτοιες γνωριμίες. Ειδικά, αν δεν υπάρχει κάποιος κοινός γνωστός, στην προκειμένη όμως δεν πέρασε καμιά απολύτως σκέψη απ’ το μυαλό μου. Έτσι, άπλα κι αβίαστα, ενώθηκαν οι παρέες μας και πέρασε ένα ολόκληρο βράδυ χωρίς να το καταλάβει κανείς μας. Στο τέλος αυτής της νύχτας, μείναμε με την υπόσχεση να βρεθούμε σύντομα. Εκείνη τη στιγμή δεν ξέρω αν το πολυπίστεψα, ξέρω, σίγουρα, όμως, ότι το ήθελα.

Όταν ξεκινήσαμε να βγαίνουμε, όλα ήταν πέραν του δέοντος καλά, σε βαθμό που λες, δεν μπορεί, κάτι δεν είναι τόσο κάλο όσο φαίνεται. Παρ’ όλα αυτά δε φαινόταν αυτό το κάτι, πράγμα το οποίο εμένα αντί να με καθησυχάζει με έβαζε σε σκέψεις.

Δε στο κρύβω ότι πέρασα ατελείωτες ώρες προσπαθώντας να βγάλω μια άκρη. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, σαν κάτι να υπόβοσκε και να ήταν έτοιμο να βγει στην επιφάνεια από στιγμή σε στιγμή, άλλα κάθε φορά κατέληγα ότι εγώ σκέφτομαι καταστροφολογικά κι ότι τα πράγματα είναι όπως ακριβώς φαίνονται.

Το μόνο μελανό σημείο που εξ αρχής ήξερα ήταν ότι είχες βγει από μια σχέση πρόσφατα, η οποία δεν είχε και το καλύτερο τέλος. Οι περίπλοκες καταστάσεις, απ’ τις οποίες μόλις είχες βγει, σε συνδυασμό με το πρόσφατο του γεγονότος, με οδηγούσαν αναπόφευκτα στη σκέψη πως ενδεχομένως δεν έχεις ξεπεράσει κάποια πράγματα.

Και πραγματικά δεν άργησα να επιβεβαιωθώ. Μέσα σε δυο μήνες, ήρθε η μετάλλαξη. Απότομες εναλλαγές συμπεριφοράς, καταστάσεις παράνοιας. Εσύ να αρπάζεσαι με το παραμικρό, απ’ το ότι έβγαινα με τις φίλες μου μέχρι το ότι άργησα να απαντήσω σε ένα μήνυμα, γιατί ήμουν στη δουλειά. Μάταια. Κάθε φορά έπρεπε να αποδεικνύω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Γιατί άργησα, γιατί βγήκα, γιατί μιλάω με άλλους ανθρώπους, πού είμαι, με ποιον, τι ώρα θα γυρίσω… Πράγματα που λίγο-πολύ θα τα συζητάγαμε έτσι κι αλλιώς, άλλα με σένα έπαιρναν άλλη τροπή. Ένας έλεγχος, μια παράλογη κατάσταση, η οποία έφτανε στα όρια κάθε φορά που εγώ –για σένα– δεν τηρούσα τα συμφωνημένα.

Κι ενώ έλεγα –και μπορώ να πω δικαιολογούσα ως ένα βαθμό– ότι εντάξει, ζηλεύει, δεν είναι κάτι, μπορεί να βγάζει την πίεση της δουλειάς, δώσε περιθώρια, ίσως είναι παραπάνω ελεγκτικός και φτάνει στην υπερβολή, άλλα πρέπει να έχουμε και στο μυαλό μας ότι ο καθένας έχει άλλα βιώματα, εκεί το αποτελείωσες. Το πράγμα χειροτέρευε διαρκώς. Όλοι οι άνθρωποι ήταν εχθροί σου. Οι φίλες μου ήθελαν να μας χωρίσουν. Σε ενοχλούσε η δουλειά μου. Μου έπαιρνε πολύ χρόνο, που δήθεν ήθελες να τον περνάμε μαζί.

Μέτα, αφού απομάκρυνα –μαλακωδώς– όσο πιο πολύ κόσμο ήθελες εσύ από διπλά μου, σειρά είχε το ντύσιμό μου. Προκλητικό, ενώ έτσι με γνώρισες και σε καμιά περίπτωση δεν ήταν. Ο χαρακτήρας μου πλέον δε σε κάλυπτε. Έπρεπε κι εγώ να αλλάξω και να γίνω κατά τα πρότυπα που είχες εσύ στο μυαλό σου. Κι άλλαξα ως ένα βαθμό. Τους έδιωξα όλους. Άλλα φυσικά ούτε αυτό ήταν αρκετό. Ο εχθρός είχα γίνει εγώ. Έπρεπε να κάνω κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα. Πάντα ως απόδειξη της αγάπης μου για σένα, φυσικά.

Ένας χρόνος και κάτι πέρασε έτσι. Μέχρι, που στις διακοπές μας, μετά από ένα παραλήρημά σου, σε παράτησα σύξυλο στο νησί. Με έψαξες, δεν μπορώ να πω. Μπορεί να ήμουν εξαφανισμένη για πάνω από έξι ώρες, άλλα εν τέλει έκανες τον κόπο να με ψάξεις. Το πού βρισκόμουν εγώ, βέβαια, όλες αυτές τις ώρες, δεν ξέρω αν σε απασχόλησε ποτέ και πιθανότατα δε θα μάθω και ποτέ. Μέτα, κλασικό κι εικονογραφημένο το σκηνικό. Έκλαιγες, ζητούσες συγγνώμη και ζούσες για πρώτη φορά το σοκ. Έβλεπες, ποια εμένα, την άλλοτε υπάκουη κι ήσυχη, να είμαι απόλυτη και για πρώτη φορά ανυποχώρητη. Έφυγα κι απ’ το νησί και από σένα.

Έκανα πολλή υπομονή, ξέρεις. Δεν μου ήταν και τόσο εύκολο. Δεν ξέρω αν έκανα καλά που υπέμεινα όλα αυτά. Έχουμε ξαναπεί, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Ήλπιζα ότι με το καλοκαίρι και τη χαλαρότητα της καθημερινότητας που κουβάλα μαζί του, θα άλλαζε και κάτι στη μεταξύ μας κατάσταση.

Δε χρειάζεται να επισημάνω ότι τίποτα δεν άλλαξε, εννοείται. Αλλά, ξέφυγα από σένα κι από όλα σου τα κόμπλεξ. Ένας φαύλος κύκλος ήταν, τον οποίο όσο τον τροφοδοτούσα εγώ τόσο αυτός επιβίωνε. Πραγματικά, δεν ξέρω και πλέον δεν έχει κι άξια, τόσα χρόνια μετά, να μάθω, ποιος σε οδήγησε σε τέτοια ανασφάλεια, ώστε να την πληρώνουν οι επόμενες σχέσεις σου.

Στην αρχή, σκέφτηκα να υποκύψω στις προσπάθειές σου για έναν επαναπροσδιορισμό κι επαναδιαπραγμάτευση της κατάστασης.  Ευτυχώς, όμως, λογικεύτηκα αρκετά σύντομα. Και παρ’ όλο που στην αρχή ήθελα να είχα αποφύγει αυτήν την ιστορία, εν τελεί με έκανε να καταλάβω ποιοι ήταν αυτοί που νοιάζονταν και νοιάζονται πραγματικά για εμένα κι η μεγαλύτερη απόδειξη είναι ότι είναι ακόμη παρόντες στη ζωή μου και με αποδέχονται και με αγαπούν, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.

Δεν ξέρω τι θα σου έλεγα αν σε έβλεπα τώρα, που έχει περάσει κάποιος καιρός κι είμαι κι εγώ πια σε θέση ισχύος, ξέρω μόνο ότι χαίρομαι που ο 18χρονος εαυτός μου έμαθε τόσα για τους ανθρώπους από νωρίς και κυρίως έμαθε ότι η ευτυχία μας δεν πρέπει να εναποτίθεται στα χεριά κανενός, παρά μόνο στα δικά μας. Και σε ευχαριστώ βαθιά γι’ αυτό.

Συντάκτης: Ιωάννα Μαρίνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη