Τη νύχτα διαχρονικά βγαίνουν τα φαντάσματα και μας τρομάζουν ή μας συναρπάζουν. Φαντάσματα δεν είναι μόνο τα πνεύματα θανόντων, αλλά κι οι σκέψεις που σε στοιχειώνουν. Το βράδυ έχει μια μοναδική ιδιότητα να φέρνει στο προσκήνιο όσα με κόπο προσπαθεί να καταχωνιάσει κανείς κάτω από το χαλί. Ίσως να έπρεπε όλοι να αρπάζουμε μια φιλόξενη κουρελού και να πετούσαμε ελεύθεροι σε κόσμους μαγικούς. Η ελευθερία, όμως ουδέποτε της δεν ήταν δεδομένη κι ούτε –το πιθανότερο- θα είναι μελλοντικά. Κι αν αυτή η αρετή θέλει διεκδίκηση, η αδράνεια απέναντί της φέρνει έναν κόμπο στο λαιμό.

Τη νύχτα που ξαπλώνεις όλα σου τα γιατί σου φέρνουν αναρρόφηση, σαν να θες να ξεράσεις ό,τι σου προσέφεραν περιχαρώς να καταπιείς αμάσητο. Σηκώνεσαι, σαν τον τρελό στη μέση της νύχτας και σκέφτεσαι πως τώρα πρέπει να αντιμετωπίσεις τον δυσκολότερο κριτή σου. Χαμογελάς στον καθρέπτη και φεύγεις σκεφτικά. Αρπάζεις ένα φύλλο χαρτί κι ένα στυλό κι αραδιάζεις αβίαστα σκέψεις, έτσι κι αλλιώς θα είναι απόλυτα ορθές, όπως είπε κι ο Καναδός λογοτέχνης Σωλ Μπέλοου: «Ποτέ δε χρειάζεται ν’ αλλάξεις τίποτα σε κάτι που σηκώθηκες στη μέση της νύχτας για να γράψεις.»

Αν η νύχτα είχε επάγγελμα θα ήταν ψυχολόγος ή ιερέας, καθώς θα γινόταν μάρτυρας στις πιο ειλικρινείς μας εξομολογήσεις. Θα την κερνούσαμε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κι ένα δεύτερο, μέχρι να μεθύσει και να μας αποκαλυφθεί κι αυτή. Άραγε, είναι έτοιμη να μας φανερώσει την πιο ευάλωτη πλευρά της; Κι εμείς πόσο ισχυροί είμαστε απέναντί της; Τη νύχτα, όταν το πάπλωμα σε πλακώνει με το βάρος ταφόπλακας, είναι απατηλό και λίγο μωρό πλάνο ο ύπνος. Όσους ήχους βροχής και να ακούσεις για να επιτύχεις ηρεμία, η ψυχή σου ρίχνει δυνατότερο μπουρίνι. Αστραπές, βροντές κι αυτός ο κρότος,σε ξυπνάνε σαν νεογέννητο που κλαίει λαχταρώντας τον θηλασμό της μητέρας του.

Τα βράδια μαθαίνουμε πως επιστρέφουμε στην αρχική μας ιδιότητα σχεδόν από τα παιδικά μας χρόνια. Υπάρχει κάποιος πού δε γνωρίζει τη Σταχτοπούτα που στις 12 τα μεσάνυχτα τα έχασε όλα; Τα ξανακέρδισε το πρωί με το φως του ήλιου, μα μέχρι τότε ζούσε την απώλεια. Άραγε εκείνη κοιμήθηκε το συγκεκριμένο βράδυ;

Τα βράδια όλες οι σκέψεις είναι σωστές, γιατί είναι αληθινές. Δε χωρά κανένα φίλτρο. Δε διορθώνει καταστάσεις κανείς. Ο καθένας μας παίρνει τον εαυτό του από το χέρι και σέρνει το αδειανό του κουφάρι από την κρεβατοκάμαρα στο σαλόνι, στην κουζίνα, στο μπάνιο, στο μπαλκόνι, αλλά κανένα τετραγωνικό δεν είναι αρκετό να τον χωρέσει. Τα βράδια είτε μένεις μόνος είτε όχι, όταν δε σε παίρνει ο ύπνος, είσαι μόνος, αν ψάξεις τη βαθύτερη αιτία. Ίσως η μεγαλύτερη ευτυχία να είναι, όταν μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος, ακόμα κι αν δεν υπάρχει ησυχία τριγύρω. Να έχεις δηλαδή μια ησυχία εσωτερική. «Σιωπή, πάψτε! Σιωπή, σκάστε!», αν τα φώναζες αυτά θα ήσουν ο τρελός που μιλάει μόνος του. Είναι άραγε κι η τρέλα μεταδοτική; Μήπως να το ζήσουμε σαν πανδημία, τύπου κόβιντ; Κι αν τρελαθούμε ομαδικά, θα πούμε πως έγιναν τρελοί κι οι γνωστικοί; Ποια νύχτα μπορεί να χωρέσει αυτή τη σκέψη!

Οι βραδινές σκέψεις που ξεπηδούν και γράφονται μανιωδώς, σχεδόν ασυναίσθητα, είναι θησαυρός. Θα έλεγα πως είναι η διαθήκη που θα ήθελε να αφήσει κανείς. «Αφήνω σ’ αυτόν τον κόσμο τις ιδέες μου και τα όνειρά μου με μια φιλοδοξία και μια τρέλα να με κάνει να ζήσω αιώνια.» Και κάπως τα μάτια κλείνουν, όταν αποφασίσεις ποιος είσαι. Καμιά φορά το ξέρεις ήδη, αλλά αρνείσαι να το δεις. Πόσα βράδια, άλλωστε, χρειάζεται η αυτογνωσία; Το κρασί τελειώνει και το ξυπνητήρι γελά μαζί σου που θα κουδουνίσει, άλλη μια φορά εκνευριστικά. Δεν είναι νύχτα, είναι πια πρωί.

Οι βραδινές οι σκέψεις που σε σηκώνουν τη νύχτα, είναι θησαυρός. Θα το λέω μέχρι να εμπεδωθεί απ’ όποιον τον προβληματίζει αυτή η σκέψη. Ίσως αν ασπαστούμε αυτή τη θεωρία να πάψει να μας σκιάζει η αϋπνία. Δεν είναι εχθρός μας, είναι ο καλύτερός μας φίλος. Αυτός που θα μας αγκαλιάσει σφιχτά όταν τολμήσουμε, όσα μας βασανίζουν, είτε να τα αντιμετωπίσουμε είτε να τα υλοποιήσουμε. Τα βράδια που δεν μπορείτε να κοιμηθείτε, σηκωθείτε και γράψτε τις σκέψεις σας. Άλλωστε «ποτέ δε χρειάζεται ν’ αλλάξεις τίποτα σε κάτι που σηκώθηκες στη μέση της νύχτας για να γράψεις». Σωστά, Σωλ Μπέλλου;

Συντάκτης: Άννα Καούνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου