Κρύες, βροχερές, νύχτες σαν κι αυτή. Νύχτες που θέλουν κάτι να πουν, μα δεν το λένε. Νύχτες που θέλεις κάτι να πεις, μα δεν το λες. Ποτέ. Γιατί; Φοβάσαι. Εσύ κι ο φόβος σου μέσα σε κάτι νύχτες σαν κι αυτές στήνετε διαλόγους μέσα στο μυαλό σου. Διαλόγους που δε γίνονται και δε θα γίνουν ποτέ πραγματικότητα. Γιατί προτιμάς, φαίνεται, να τα λες απλώς με τον φόβο σου μέσα στις νύχτες.

Μπορείς να προσδιορίσεις τον φόβο; Εκ φύσεως συναίσθημα αρνητικό. Αρνητικό, γιατί θεωρητικά δε σου επιτρέπει να ρισκάρεις, να κάνεις βήματα μπροστά, να δοκιμάσεις και να δοκιμαστείς. Να πετύχεις, να κατακτήσεις, να πετάξεις. Να ‘χεις τον κόσμο όλο στα πόδια σου. Ταυτόχρονα, όμως, δε σου επιτρέπει και να αποτύχεις, να πληγωθείς, να απογοητευτείς, να πέσεις και να σπάσεις σε κομμάτια. Να αναποδογυριστεί ο κόσμος σου όλος και να σε καταπλακώσει.

Σταμάτα να φοβάσαι, θα σου πουν, δώσε μια κλοτσιά στη δειλία σου! Αλήθεια; Και μετά τι; Γινόμαστε όλοι μια ομάδα ατρόμητων πλασμάτων που είναι βέβαιοι για τα πάντα, γιατί δεν τους τρομάζει τίποτα; Πολλά λένε, πολλά λέμε… Υπάρχει, όμως, κάποιου είδους εγγύηση πως όταν σταματήσεις να φοβάσαι, όλα θα γίνουν επιτέλους όπως τα θες; Άσε, δε χρειάζεται να απαντήσεις. Το ξέρεις καλά πως η απάντηση είναι «όχι», κι ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι μεγάλος.

Ξέρεις, ήταν τότε που αγνόησες τον φόβο σου που έδωσες κομμάτια σου σε περαστικούς. Κι αυτοί περνώντας παίρνανε τα κομμάτια σου μαζί τους. Ήταν τότε που δε φοβήθηκες, όπως σου είπανε, που περπάτησες μπροστά με θάρρος και πήδηξες στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο. Είναι που τα κομματάκια εκείνα ακόμα τα μαζεύεις ένα-ένα από ‘κεί που τα πετάξανε οι τότε περαστικοί, και προσπαθείς να ενώσεις το παζλ σου για να θυμηθείς πώς ήταν τότε που φοβόσουν. Να θυμηθείς πώς ήταν τότε που ήσουν ένα ολόκληρο.

Είναι που ένιωσες γυμνός κι εκτεθειμένος, τότε που δοκίμασες τη συνταγή της αφοβίας. Λες και στεκόσουν απέναντι στις καυτές ακτίνες του ήλιου κι αυτές τρυπούσαν την απροστάτευτη σάρκα σου. Γιατί, για μια στιγμή, ήσουν γενναίος και δυνατός και την επόμενη καιγόσουν σε ‘κείνα τα καζάνια που όλοι φανταζόμαστε να ‘χει η κόλαση. Τότε που παρακαλούσες να γύριζε ο χρόνος πίσω, σε εκείνη τη στιγμή που σκέφτηκες «Δεν μπορώ, φοβάμαι». Πριν προσπεράσεις αυτά σου τα λόγια. Πριν προχωρήσεις, παρόλο που φοβόσουν. Να έμενες πίσω, ανενεργός, απλός παρατηρητής, παρέα με την ατολμία σου αλλά και την ασφάλειά σου.

Ας φύγουμε απ’ τη θεωρία, λοιπόν, κι ας πάμε στην πράξη. Γιατί κάθε φορά που ο φόβος σου σού κράταγε το χέρι, σε προστάτευε. Σε έσωζε. Δε σου επέτρεπε να εκτεθείς, να σταθείς γυμνός απέναντι στον ήλιο. Ο φόβος σου σε σκέπαζε και τα κομματάκια σου τα φύλαγε καλά, τότε που δε σου έλειπε κανένα. Ο φόβος σου είναι που σε απέτρεπε από λάθος επιλογές, που σε κρατούσε αλώβητο, που δε σε έθετε σε συναισθηματικό κίνδυνο. Κι εσύ μπορεί να απορούσες πώς θα ήταν «αν», όμως ήσουν ασφαλής.

Κι αφού κατάλαβες πως δεν είναι κακό να φοβάσαι, αλλάζεις πάλι. Παίρνεις τον φόβο αγκαλιά και ξεκουράζεσαι. Θεραπεύεις τις πληγές του κατακρεουργημένου σου κορμιού από όλες εκείνες τις φορές που άφησες τον φόβο μόνο του στο σπίτι και βγήκες έξω μοναχός, τάχα θαρραλέος και δήθεν ανεξάρτητος. Κάνεις ένα βήμα πίσω αντί μπροστά κι επιλέγεις τη σκιά παρά τον ήλιο. Επιλέγεις τη βροχή και τις κρύες γνώριμες νύχτες. Γιατί αυτές δε θα σε κάψουν ποτέ.

Κι αποστασιοποιείσαι, φεύγεις σιγά-σιγά. Και μένεις πάντα εσύ με τον φόβο σου να σου κάνει παρέα όταν βρέχει κι όταν κάνει κρύο. Αυτός σε ζεσταίνει, αυτός σου μιλάει, αυτός είναι πάντα εκεί και τελικά σε κάνει να μη φοβάσαι. Ο φόβος σου. Γιατί είναι δικός σου. Μοναχά δικός σου. Τουλάχιστον, αυτό δεν τον μοιράζεσαι με κανέναν. Είναι κάτι που ξέρεις σίγουρα πως ανήκει μόνο σε ‘σένα. Γι’ αυτό τον αγάπησες και τα ’χεις βρει μαζί του. Γι’ αυτό και τον προτιμάς πολλές φορές απ’ τη συντροφιά των πολλών. Και βρίσκεις παρηγοριά σε αυτόν. Και σε ηρεμεί, και νιώθεις οικεία μαζί του. Γιατί ξέρεις πως κάποιος λόγος τον έφερε κοντά σου. Κάποιος λόγος τον κρατά ακόμα εκεί, ζωντανό. Δεν ξέρεις ποιος είναι αυτός, όμως ξέρεις πως ο φόβος σου σε προστατεύει.

Ο δικός σου φόβος μοναχά.

 

Συντάκτης: Άνδρη Χριστοφή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη