

Λίγες μέρες. Ίσως δέκα, ίσως είκοσι• δεν έχει σημασία.
Όλες οι μέρες του Μαΐου μετρούν αντίστροφα για τον Ιούνιο που θα φέρει πίσω αυτό που κάθε χρόνο περιμένουμε: εκείνα τα ατέλειωτα απογεύματα όπου ο ήλιος βυθίζεται αργά στη θάλασσα, βάφοντας τον ουρανό σε πορτοκαλί, χρυσά και ροζ, κι εμείς, βρεγμένοι και αλμυροί, μένουμε να κοιτάμε σαν παιδιά.
Πράγματι, μέσα μας, κάθε καλοκαίρι ξυπνά το παιδί που ήμασταν. Εκείνο που κρατούσε παγωτό στο χέρι και δεν πρόφταινε να το φάει πριν λιώσει. Που έτρεχε ξυπόλητο στην άμμο, με ένα μαγιό τσαλακωμένο από το παιχνίδι, και με τα χέρια γεμάτα κοχύλια και μικρούς θησαυρούς. Έκανε κάστρα στην παραλία και τα υπερασπιζόταν με πάθος, σαν να ήταν το μόνο που μετρούσε στον κόσμο.
Ίσως γι’ αυτό να μας συγκινούν τόσο τα καλοκαίρια: γιατί δεν είναι μόνο εποχή, είναι μνήμη. Είναι η γιαγιά που άπλωνε καθαρά σεντόνια στις αυλές. Ο ήχος του κουταλιού μέσα στο γυάλινο ποτήρι με τη βανίλια-υποβρύχιο. Η μυρωδιά της αντηλιακής με καρύδα. Το ραδιόφωνο που έπαιζε ελαφρολαϊκά από κάποιο ραδιοφωνάκι και τα μεσημέρια που ήσουν υποχρεωμένος να μείνεις ξαπλωμένος, ενώ έξω όλα έλαμπαν και σε περίμεναν.
Σήμερα μπορεί να είμαστε άλλοι, πιο μεγάλοι, με χρονοδιαγράμματα και ευθύνες, μα λίγες μέρες μας χωρίζουν από τη στιγμή που θα βγάλουμε τα παπούτσια και θα περπατήσουμε ξανά στην αμμουδιά. Που η πρώτη επαφή του νερού στα πόδια θα είναι ψυχρή και αναζωογονητική σαν ξύπνημα. Που ο χρόνος θα επιβραδύνει και οι ήχοι θα απλωθούν γύρω μας: παιδικά γέλια, ο ήχος των κυμάτων, τα τζιτζίκια που δεν σταματούν ποτέ.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα βλέμματα που συναντιούνται στην παραλία, στα τυχαία αγγίγματα μέσα στη θάλασσα, στις νύχτες με φωτιές στην άμμο και μουσικές που παίζουν χαμηλά από ένα κινητό, ξυπνούν και οι καλοκαιρινοί έρωτες. Εκείνοι που έρχονται ξαφνικά, σαν την πρώτη βουτιά, και σε παίρνουν μαζί τους χωρίς δεύτερη σκέψη. Που μυρίζουν αλάτι, καρπούζι και αντηλιακό. Που κρατάνε όσο χρειάζεται για να σε κάνουν να χαμογελάς τον Σεπτέμβρη, όταν τους θυμάσαι.
Ίσως να έρθει κι ένας τέτοιος φέτος. Ίσως απλώς να θυμηθούμε εκείνον τον παλιό, που κάναμε βόλτες χέρι-χέρι στις προβλήτες, που γελούσαμε με τις ώρες για το τίποτα, που φιληθήκαμε πρώτη φορά κάτω από ένα ξέφωτο φεγγάρι, ανάμεσα στα κύματα.
Και τι κι αν τελείωσε; Οι καλοκαιρινοί έρωτες δεν τελειώνουν ποτέ στ’ αλήθεια. Μένουν σαν άρωμα στο δέρμα και σαν τραγούδι που, όταν παίζει, πάντα σε ταξιδεύει πίσω.
Το ηλιοβασίλεμα τότε δεν θα είναι μόνο ένα όμορφο φως στον ορίζοντα. Θα είναι μια υπενθύμιση όλων όσων ζήσαμε και όλων όσων ακόμα μπορούμε να ζήσουμε. Ένας κόμπος στο λαιμό από ευγνωμοσύνη, μια ήσυχη, βαθιά ανάσα. Θα είναι σαν να μπαίνει σε pause ο κόσμος. Σαν να επιστρέφουμε, έστω και για λίγο, σε μια εποχή που δεν είχαμε τίποτα άλλο να σκεφτούμε παρά το πότε θα ξαναβουτήξουμε.
Ίσως να πάμε και φέτος στο ίδιο σημείο. Εκείνο το μικρό κολπάκι με τα βράχια, που μόνο εμείς ξέρουμε. Ίσως να ξαναδούμε τα ίδια πρόσωπα, λίγο πιο μαυρισμένα, λίγο πιο κουρασμένα• μα πάντα πρόθυμα να γελάσουν δυνατά. Ίσως να ανακαλύψουμε νέες γωνιές, νέα στέκια, νέες αγαπημένες στιγμές.
Μα όσο κι αν αλλάζουν τα χρόνια, κάτι μένει ίδιο: η λαχτάρα για καλοκαίρι. Για εκείνη την ελευθερία που μυρίζει αλάτι και ζέστη. Για τη στιγμή που ο ήλιος δύει κι εσύ κάθεσαι στην πετσέτα, με το βλέμμα στο πέλαγος, γεμάτος, ευτυχισμένος, λιγάκι συγκινημένος και ευλογημένος.
Λίγες μέρες ακόμη. Και θα μας βρουν εκεί: βρεγμένους, γελαστούς, με αλμύρα στο πρόσωπο και άμμο κολλημένη στα πόδια.
Θα μας βρουν όπως ακριβώς θέλουμε να είμαστε. Ίσως όπως ήμασταν κάποτε. Ίσως όπως θα θέλαμε πάντα να είμαστε.
Γιατί το καλοκαίρι δεν είναι απλώς εποχή — είναι επιστροφή. Είναι ο έρωτας που κρατάει λίγο, μα σημαίνει πολλά.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη