Είδα το πρόσωπό σου σήμερα πιο σκοτεινιασμένο από ποτέ. Ανήσυχος περιπλανιόσουν πάνω-κάτω στο σπίτι, κάνοντας νευρικές κινήσεις και παίρνοντας βαθιές κι ασυγχρόνιστες ανάσες. Δε σε χωρούσε ο τόπος, δε χωρούσες κι εσύ σε αυτόν. Ώσπου, σταμάτησες μπροστά απ’ το παράθυρο κι ατένιζες τα φώτα της πόλης βυθισμένος στις σκέψεις. Έτσι, βουβός κι ακίνητος και με την πλάτη γυρισμένη, στεκόσουν για ώρα. Ίσως γιατί το παράθυρο συμβόλιζε την έξοδο διαφυγής απ’ το μυαλό σου, ίσως γιατί δεν ήθελες να σε δω έτσι, ίσως και τα δύο.

«Σε ‘μένα μπορείς να λες τα πάντα» σου φώναξα, μην αντέχοντας να σε βλέπω να πνίγεσαι. Ξεγλίστρησε αυτή η φράση απ’ τα χείλη μου τόσο αυθόρμητα κι απερίσκεπτα, αλλά απ’ την άλλη ένιωθα σαν να βρισκόταν καιρό μέσα μου σχεδιάζοντας μέρα-νύχτα πώς και πότε θα ειπωθεί.

«Σε ‘μένα μπορείς να λες τα πάντα» σου είπα ξανά, αυτή τη φορά με περισσότερη πυγμή, αποφασιστικότητα κι αυτοπεποίθηση. Γύρισες και με κοίταξες με μια ανακούφιση αλλά ταυτόχρονα και με απορία, σαν να μου ζητούσες να σου πω περισσότερα, σαν να απαιτούσες επιχειρήματα και λόγους για να μπορέσεις να με εμπιστευτείς. Δεν μπορούσα να μην ανταποκριθώ σε αυτή σου την απαίτηση κι ούτε να πιέσω τον εαυτό μου να σωπάσει.

«Άσε αυτή τη μάσκα της απόλυτης δύναμης και στιβαρότητας στην άκρη και δείξε μου τις αδυναμίες σου. Μην κρύβεις άλλο τις λαβωματιές σου, παρά μόνο ελευθέρωσε τις να ανασάνουν. Μη φοβάσαι ότι θα φανείς ευάλωτος στα μάτια μου. Εξάλλου, όλοι είμαστε κι όσοι δεν το παραδέχονται, αυτοί είναι οι πραγματικά δειλοί κι αδύναμοι.

Ξέρω, φυλάσσεις τα νώτα σου για να μην ξαναπληγωθείς. Φοβάσαι πως όταν δω ποιες είναι οι πληγές σου θα τις τραυματίσω παραπάνω. Κι έχεις δίκιο. Δεν ξέρεις τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Μα αν δεν εμπιστευτείς τα τραύματά σου στα χέρια κάποιου άλλου για να τα φροντίσει, δε θα επουλώσουν ποτέ σωστά.

Έχω ανάγκη να με εμπιστευτείς. Πέτα όλες τις μάσκες, του δυνατού, του απροσπέλαστου, του ανεκτικού κι άνετου, κι όποιες άλλες έχεις στην ντουλάπα σου. Με ‘μένα θέλω να ‘σαι αληθινός, θέλω να δω πώς είσαι πίσω, στα παρασκήνια, κι όχι μόνο στη σκηνή. Θέλω να ‘σαι ο εαυτός σου.

Δείξε μου τα κουσούρια σου. Τις παραξενιές σου. Τα κόμπλεξ σου. Να ‘σαι περήφανος για αυτά, είναι μέρος της ταυτότητάς σου. Μην παρασύρεσαι στην ψευδαίσθηση της τελειότητας. Δεν ισχύει για τους ανθρώπους. Οι ατέλειές μας λειτουργούν ως πρόκληση κι ως ξεκαθάρισμα για το ποιους αξίζει να ‘χουμε στη ζωή μας. Όποιος δεν τις αποδεχτεί, δεν πρέπει να ‘ναι μαζί μας. Κι εγώ δε θέλω απλώς να τις αποδεχτώ αλλά να τις αγαπήσω.

Πες μου για τα πράγματα που νιώθεις ντροπή ή απογοήτευση που τα έκανες. Κι όχι μόνο πες τα μου, φώναξέ τα. Να τα ακούσουν όλοι, να τα ακούσεις κι εσύ. Μόνο έτσι θα ξαλαφρώσεις απ’ το βάρος τους. Ύστερα να κάνουμε μαζί τον απολογισμό, ώστε να δούμε τι έμαθες από αυτά και να διορθώσουμε όσα λύνονται.

Μίλησέ μου για αυτά που θες να κάνεις. Για τα τρελά και παράτολμα σχέδιά σου. Για τις φιλοδοξίες και τα μεγαλεπήβολα όνειρά σου. Δε θα σε χλευάσω, όπως φοβάσαι, αντίθετα, θα σε στηρίξω να τα πετύχεις. Υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση απ’ το να σε βλέπω να προχωράς και να βελτιώνεσαι;

Σε ‘μένα θέλω να λες αλήθειες, να λες τα πάντα. Μαζί μου να ‘σαι ο εαυτός σου. Αυτόν θέλω δίπλα μου κι όχι κάποιο αψεγάδιαστο προσωπείο.»

Συντάκτης: Αθηνά Αναστασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη