Αν με ρωτούσε κάποιος από πού ξεκίνησαν όλα, θα έλεγα από ένα θρανίο. Το μόνο που χρειάζεται κανείς για την αρχή της ιστορίας είναι ένα στιλό κι ένας φίλος. Ή καλύτερα ας βάλουμε πληθυντικό : οι ιστορίες. Γιατί είναι πολλές εκείνες που χαράχτηκαν σ’ ένα θρανίο, που συνέβησαν πάνω σ’ αυτό. Είναι οι στιγμές, οι έρωτες, οι φιλίες και τα μυστικά που γράψαμε όλοι κάποτε σ’ ένα κομμάτι ξύλο.

Για τι να πρωτομιλήσουμε; Για τις τρίλιζες και τις κρεμάλες, εκείνα τα παιχνίδια, που όλοι λατρέψαμε κι υπήρξαν η μόνη μας διέξοδος απ’ την αβάσταχτη εκείνη βαρεμάρα της τρίτης ώρας. Δεν υπάρχει μαθητής που να μην τα γνώρισε, γενιά που να μη μεγάλωσε μ’ αυτά και δεν υπάρχει θρανίο που να μη φέρει πάνω του ξεθωριασμένα χι και κυκλάκια ή ανθρωπάκια να κρέμονται. Και πόσες ήταν οι φορές που η σχεδόν μισητή καθηγήτρια σας τσάκωσε και σας πέταξε έξω απ’ την αίθουσα , ουρλιάζοντας γιατί στερούνταν της προσοχής σας και σας έπιασε σπαστικό. Αχ αυτές οι τρίλιζες κι οι κρεμάλες για πόσες ωριαίες ευθύνονται και για πόσα μπλεξίματα. Πράματα του διαβόλου.

Και μετά είναι και τα σκονάκια. Όλα εκείνα τα σκονάκια που γράφτηκαν με μαεστρία στην πιο σωστή γωνιά του θρανίου. Κακά τα ψέματα, όλοι υποκύψαμε στον πειρασμό αυτό. Γιατί υπήρξαν φορές που το τελευταίο πράγμα που θέλαμε ήταν να διαβάσουμε για το διαγώνισμα της επόμενης μέρας. Ή να χαραμίσουμε τον ελεύθερο χρόνο του πολύτιμου και ιερού μας Σαββάτου. Αξίζει η λύση μιας εξίσωσης όσο η έξοδος της εβδομάδας; Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο «όχι». Αξίζει όμως το σκονάκι για όλες τις τρομοκρατημένες ματιές, τα κρυφά σκουντήματα και τα ψιθυριστά «έρχεται» απ’ το διπλανό.

Κι ύστερα είναι κι όλα εκείνα τα στιχάκια από καψουροτράγουδα και μη, γιατί ο χωρισμός με τον Γιωργάκη απ’ το Β3 μας έτσουξε. Τόσοι στίχοι με όλες τις λέξεις  που ήθελες να του πεις όμως δε βρήκες ποτέ το θάρρος. Τους άκουσαν μόνο το θρανίο κι ο άνθρωπος που το μοιραστήκατε. Ας μην αναφέρουμε τα Κ+Γ=L.F.E, που τώρα, ύστερα από χρόνια τα θυμάσαι και γελάς. Γιατί αν δεν ήταν η παντοτινή σου αγάπη το μανάρι απ’ το άλλο τμήμα, τότε ποιος;  Αλλά ας πούμε για όλα εκείνα τα Α+Σ= φίλοι για πάντα, που κάποτε γράψατε και δε σβήστηκαν ποτέ. Για το «για πάντα» που κράτησε και τις φιλίες που αντέχουν ακόμα παρά το πέρασμα του χρόνου.

Αν το σκεφτεί κανείς όλες οι ιστορίες των εφηβικών μας χρόνων είναι γραμμένες πάνω σε κάποιο θρανίο. Τι έχουν δει και τι έχουν ακούσει αυτά τα θρανία. Προσπάθειες απογοητεύσεις, όνειρα, αποτυχίες, συναισθήματα. Τίποτα από αυτά, όμως δεν τα ζήσαμε μόνοι μας. Είχαμε πάντα ένα άνθρωπο δίπλα μας. Έναν ακροατή, ένα σύμμαχο, ένα συνεργάτη στο έγκλημα. Το πιο σημαντικό που μας χάρισαν τα θρανία που κάποτε μας φιλοξένησαν είναι οι φίλοι που κάναμε. Οι άνθρωποι εκείνοι που ξεκινήσαμε να μοιραζόμαστε μαζί τους το θρανίο και τελικά μοιραστήκαμε μια ολόκληρη ζωή.

Είμαστε οι ιστορίες μας κι ιστορίες μας είναι οι άνθρωποί μας. Οι άνθρωποι εκείνοι που τις έδωσαν αξία. Οι άνθρωποι που προσπαθήσαμε μαζί, που κλάψαμε, που μας υποστήριξαν, που διαφωνήσαμε και θυμώσαμε κι όμως έμειναν. Έμειναν γιατί τα γέλια κι η αγάπη μας υπερτερούσαν. Και μπορεί να μπήκαν στη ζωή μας τυχαία και δειλά με την αφορμή «μπορώ να κάτσω;», αλλά τελικά έμειναν από επιλογή.

Τώρα, τέσσερα χρόνια μετά έχω σταματήσει να μοιράζομαι το θρανίο μου. Πλέον μοιράζομαι τις στιγμές μου με τους ανθρώπους που συγκατοικήσαμε κάποτε πάνω σ’ ένα κομμάτι ξύλο. Κι όταν αλλάζει καμιά φορά ο καιρός , θυμόμαστε τις μέρες εκείνες και πότε μας πιάνουν τα ζουμιά και πότε τα γέλια.

Διόρθωση: Αν με ρωτούσε κανείς από πού ξεκίνησαν όλα, θα απαντούσα από ένα θρανίο. Κοινό. Γιατί είχα εσένα και καμιά ανάμνηση δε θα ‘χε νόημα αν δεν την είχαμε φτιάξει μαζί.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ηλιοπούλου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ελευθερία Ηλιοπούλου