Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Στεφανία Ξενοφώντος.

 

Πρέπει να ήμουν τότε 18 όταν συνειδητοποίησα ότι ήμουν τσιμπημένη με ένα πολύ καλό μου φίλο. Μου είχε πάρει λίγο καιρό να το καταλάβω παρόλο που οι φίλοι μας το είχαν ήδη ψιλιαστεί οπότε οι σπόντες πέφτανε απανωτές. Κάναμε πολλά χρόνια παρέα αλλά ποτέ δεν είχε κάτι ερωτικό μεταξύ μας πέραν της πλάκας. Ήμουν τελειόφοιτη τότε και παρόλο που ήξερα ότι ήταν σημαδιακή χρονιά για εμένα μιας και τα πάντα θα άλλαζαν με το που θα άφηνα το σχολείο πίσω, κυριαρχούσε η ανεμελιά και κυρίως η ανωριμότητα. Βγαίναμε έξω τις καθημερινές, γελούσαμε, πίναμε, κοιμόμασταν 4ώρο και ξυπνούσαμε να πάμε σχολείο και μετά φτου ξανά απ’ την αρχή.

Προς το τέλος του χρόνου βέβαια όταν πλάκωσαν οι εξετάσεις, μαζευτήκαμε όλοι σπίτια μας για διάβασμα και οι βραδινές μας εξορμήσεις περιορίστηκαν, όπως και οι συνταντήσεις μου με αυτόν. Κατά τα αλλά κρατούσαμε επαφή από μηνύματα και δεν μπορούσα να τον βγάλω στιγμή απ’ το μυαλό μου. Κάθε μέρα έλεγα ότι πρέπει να κοιμηθώ νωρίς αλλά έλα που ανταλλάζαμε μηνύματα μέχρι τα χαράματα. Και πώς να ξεκολλήσεις όταν αυτός που ερωτεύεσαι σε κάνει να γελάς μέχρι δακρύων;

Μόλις έφυγαν και οι εξετάσεις απ’ την μέση μπήκε για τα καλά το καλοκαίρι που σήμαινε ότι το χρωστούσαμε στους τελειόφοιτους εαυτούς μας να το απολαύσουμε ανάλογα. Στο μεταξύ εγώ ήμουν πελαγωμένη γιατί δεν καταλάβαινα αν ενδιαφερόταν αυτός ή όχι. Έπρεπε να κάνω κίνηση γιατί μόλις τελείωνε το καλοκαίρι εγώ θα πήγαινα για σπουδές Αγγλία και αυτός θα έφευγε για σπουδές στην Ελλάδα. Με πίεζε ο χρόνος και είπα να λάβω δραστικά μέτρα. Θα βγαίναμε Παρασκευή νύχτα να πάμε στο γνωστό μπαράκι και το πρόγραμμα περιλάμβανε τα γνωστά: να ξεκινήσουμε από mojito, να πάμε σε μπίρες και να καταλήξουμε στις tequilas οπότε ήταν η τέλεια μέρα να του το πω μιας και θα έπαιρνα και θάρρος απ’ ότι ποτό θα είχα κατεβάσει. Έλα όμως που όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο Θεός γελάει.

Βγήκαμε έξω Παρασκευή νύχτα και είχα φορέσει ό,τι πιο ωραίο βρήκα στην ντουλάπα μου. Είχαμε πιει, αυτός εκεί δίπλα μου να με ακουμπάει, να λέμε βλακείες και να γελάμε και οι Artic Monkeys να παίζουν στο background. Μας πλησιάζει μια κοπέλα χαμογελώντας και τον αγκαλιάζει. Δεν την είχα ξαναδεί οπότε παραξενεύτηκα. Τον φιλάει. Παγώνω κι η καρδιά μου σταματάει για λίγο. Αυτός γελάει και μας τη συστήνει σαν «η Δανάη, η κοπέλα μου». Εγώ το παίζω ευγενική αλλά δεν της πολυμιλάω προσπαθώ να συγκρατηθώ να μην πέσω κάτω. Ταυτόχρονα παίζουν 10 διαφορετικές σκέψεις στο μυαλό μου συνεχώς. Ποια είναι αυτή; Από πότε έχει γκόμενα; Γιατί δε μου το ‘πε; Ποιος το ήξερε απ’ την παρέα; Πόσο ηλίθια παίζει να είμα; Είναι πιο όμορφη από εμένα. Λες να είναι καιρό μαζί; Χριστέ μου τι θα κάνω; Αν τον απαγάγω; Θα αυτοκτονήσω.

Μετά από μία κρίση πανικού αποφασίζω να πάω τουαλέτα με την κολλητή μου αφού εκεί μπορώ να εκφραστώ ελεύθερα. Μετά από ένα ξέσπασμα του τύπου «θα τον σκίσω» με την κολλητή μου να με αγκαλιάζει και να προσπαθεί να με καθησυχάσει λέγοντάς μου μεταξύ άλλων «τ’ αυτιά της είναι πολύ μικρά, κανείς μας δεν το ήξερε ρώτησα και έμαθα», αποφασίζω να σηκωθώ να φύγω. Αποχαιρετώ τους πάντες –και τη Δανάη– και την κάνω με γρήγορα βήματα και βουρκωμένα μάτια. Αυτός τρέχει πίσω μου να με προλάβει για να μάθει προς τι αυτή η ξαφνική μου φυγή. Του απαντάω κάτι του στλ «έχω αφήσει ανοιχτό τον θερμοσίφωνα» (σημειωτέον στους 40 βαθμούς) και φεύγω. Την επόμενη μέρα δεν απαντάω στα μηνύματά του και δε βγαίνω έξω με τους άλλους. Με πληροφορούν όμως ότι η Δανάη έχει γίνει η groupie της παρέας. Θυμώνω αλλά δε λέω κάτι και πέφτω απ’ τις 11 για ύπνο.

Θυμάμαι εκείνη την Κυριακή σαν να ήταν χθες. Δεν είχαμε μιλήσει καθόλου και κατά τις 8 μου στέλνει μήνυμα να δει αν ζω γιατί έχω χαθεί και εγώ εννοείται δεν απαντάω. Μετά από λίγο παίρνω δεύτερο μήνυμα από αυτόν και με ρωτάει τι έχει κάνει και του έχω θυμώσει. Αποφασίζω να απαντήσω γιατί στην τελική φίλος μου είναι και του στέλνω μήνυμα «τίποτα δεν έχω μωρέ απλά έχω τα νεύρα μου είμαι στις δύσκολες μέρες του μήνα». Αυτός ως τσακάλι, δε μασάει και επιμένει «σου έχω κάνει κάτι;». Δεν αντέχω και λέω να απαντήσω «ναι». Τα επόμενα 5 λεπτά κυλούν βασανιστικά. Η λύτρωσή μου έρχεται με τον ήχο του κινητού «Σε 10 λεπτά θα είμαι σπίτι σου». Προφανώς πανικοβάλλομαι. Δεν προλαβαίνω να ενημερώσω όλες τις φίλες μου, ντύνομαι γρήγορα και περιμένω να με πάρει να βγω ελπίζοντας παράλληλα ότι ο τύπος αστειεύεται.

Με παίρνει τηλέφωνο, ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου και τον βλέπω να είναι μέσα στ’ αμάξι του και να με περιμένει. Τελικά μάλλον δεν αστειευόταν. Μπαίνω μέσα, λέμε γεια και πάμε μέχρι το πιο κοντινό πάρκο. Ενώ καθόμασταν ακόμα στο αυτοκίνητο προσπαθώ να ανοίξω κουβέντα για τον καιρό. Με σταματάει και η συζήτηση πάει κάπως έτσι:

– Θα μου πεις γιατί έχεις θυμώσει; Έγινε κάτι;

– Ναι…

– Okay τι;

-Βασικά δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά μου αρέσεις. Έχω αισθήματα για εσένα εδώ και αρκετό καιρό.

Νομίζω ότι η καρδιά μου θα φύγει απ’ τη θέση της. Δεν πιστεύω ότι το είπα αυτό. Ποτέ πριν δεν είχα πει κάποιου τόσο ξεκάθαρα ότι μου αρέσει και ποτέ πριν δεν το εννούσα πιο πολύ από τώρα. Αυτός έμεινε να με κοιτάζει. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα που κανείς μας δε μιλούσε κι ακουγόταν μόνο ο ήχος που έβγαινε απ το ράδιο. Οι The Cure να τραγουδάνε το επικό Lovesong. Από τότε όποτε το ακούσω αυτό το τραγούδι τον θυμάμαι.

– Γιατί άργησες τόσο;

– Γιατί είσαι με τη Δανάη;

Μου χαμογέλασε και με φίλησε.

-Κι έμενα μου αρέσεις. Συγνώμη για το μπέρδεμα. Νόμιζα ότι δεν ενδιαφερόσουν.

Την επόμενη κιόλας μέρα η Δανάη πήρε πόδι.

Δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια από τότε αλλά ήταν σίγουρα το αγαπημένο μου καλοκαίρι. Για τους επομένους μήνες εκείνου του καλοκαιριού ήμασταν μαζί. Πηγαίναμε θάλασσα, κάναμε camping, κοιμόμασταν αγκαλιά κάτω απ’ τα αστέρια, ξενυχτούσαμε, τα λέγαμε με τις ώρες, δε χορταίναμε ο ένας τον άλλον. Περνούσαμε κάθε μέρα μαζί. Κατά κάποιον τρόπο θέλαμε να χωρέσουμε μέσα σε 3 μήνες όλο το χρόνο που χάσαμε τόσο καιρό περιμένοντας. Κι όσο κόντευε να μπει ο Σεπτέμβριος και να αποχωριστούμε, τόσο πιο πολύ δενόμασταν. Την τελευταία μέρα πριν φύγει να πάει Ελλάδα ήμασταν μαζί. Περάσαμε ώρες ξαπλωμένοι στην αιώρα του σπιτιού του να κοιτάμε ο ένας τον άλλον και να μη λέμε τίποτα. Παράλληλα ένιωθα ότι τα είχαμε πει όλα.

Τελικά χωρίσαμε όπως χωρίζουν όλοι οι καλοκαιρινοί έρωτες. Και με την παλιά μας παρέα έχουμε σκορπιστεί αν και δεν μπορώ να πω ότι δεν το περίμενα. Τώρα πια δεν τον βλέπω συχνά. Τον πέτυχα σε μια συναυλία πέρσι τον Ιούλη. Τον ξεχώρισα ανάμεσα στο πλήθος. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, αποχαιρετιστήκαμε ξανά και έφυγε πάλι. Όποτε ακούσω το Lovesong τον θυμάμαι να γελάει και αν είμαι έξω τον ψάχνω μες στο πλήθος.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Στεφανίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!