Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Καρασαββίδου Κατερίνα.

 

Ήταν αρχές Μαΐου όταν με πήρανε το τηλέφωνο που τόσο περίμενα. Μόλις είχα πάρει το πτυχίο μου και ήθελα να φύγω μερικούς μήνες να δουλέψω σε ένα νησί, να γνωρίσω τον κόσμο και να περάσω καλά βγάζοντας μερικά χρήματα. Έτσι είχα κάνει αίτηση για διάφορες δουλειές σε τρία διαφορετικά νησιά. Θετική απάντηση μου ήρθε από τη Σαντορίνη και ένα μαγαζί με χειροποίητα κοσμήματα.

Δυο εβδομάδες μετά προσγειωνόμουν στο νησί. Ένα ταξί με πήγε μέχρι την χώρα. Γνώρισα το αφεντικό μου, και την Ελένη, τη συνεργάτιδά μου. Τη συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Εκείνη με βοήθησε να μάθω τη δουλειά και σε λίγες μέρες είχα γίνει ξεφτέρι.

Ο πρώτος μήνα πέρασε γρήγορα σαν νερό. Οι βάρδιές μου ήταν μοιρασμένες σε πρωινές και απογευματινές οπότε μπορούσα να χαρώ το νησί όλες τις ώρες. Ήταν Ιούνιος και η Σαντορίνη ήδη έσκαγε από τον κόσμο. Απολάμβανα ιδιαίτερα την απόλυτη ελευθερία που σου προσφέρει το να είσαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Απολάμβανα επίσης να πιάνω ψιλή κουβέντα με τους τουρίστες. Να μαθαίνω από πού έρχονται και ποια είναι η ιστορία τους. Έτσι γνώρισα και τον Μάικ.

Ένα πρωί είχα πάει στην παραλία και απολάμβανα τον κόκκινο ήλιο της Σαντορίνης όταν ένας ψηλός μαυρισμένος άντρας με μία φωτογραφική μηχανή στο χέρι με πλησίασε.
«Hello, I like your hut. Can I take a picture of you?» με ρώτησε σε άπταιστα αγγλικά. Τουρίστας. Σήκωσα το κεφάλι μου να τον δω καλύτερα και έμεινα αποσβολωμένη να κοιτάζω. Ήταν υπέροχος. Ένας ξανθός θεός. Ψηλός, με φαρδιές πλάτες και όμορφους κοιλιακούς. Φορούσε μόνο το μαγιό του και μαύρα γυαλιά στα μάτια. Μου χαμογελούσε δείχνοντας τα ολόισια κατάλευκα δόντια του. Και να σκεφτείς ότι δεν ήθελα να φορέσω αυτό το καπέλο το πρωί. 

«Yes, of course» του απάντησα και εγώ όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Μου ζήτησε να σταθώ με την πλάτη μου στραμμένη σε εκείνον και το πρόσωπο στραμμένο προς τη θάλασσα. Προσπαθούσα αδέξια να κρατήσω το τεράστιο μαύρο καπέλο μου με το ένα χέρι καθώς έδειχνα μοιραία και εκείνος σιγογελούσε. Μερικές λήψεις μετά μου ανακοίνωσε πως τελείωσε. Όταν είδα την φωτογραφία μου ξαφνιάστηκα, ήταν πολύ καλή.
Μία ώρα αργότερα ήμασταν ακόμα μαζί καθισμένοι στην άμμο και πίναμε μπίρες. Με είχε ενημερώσει πως ήταν Ελληνοαμερικανός και δούλευε σαν επαγγελματίας φωτογράφος. Είχε έρθει στο νησί μόλις την προηγούμενη μέρα και θα έμενε περίπου ένα μήνα. Είχε αναλάβει ένα πρότζεκτ και ήθελε να φωτογραφίσει όλες τις ομορφιές του νησιού. Τον λένε Μιχάλη, αλλά στην Αμερική τον φωνάζανε Μάικ και ζούσε στο Μπρούκλιν. Είχε πολλά χρόνια να έρθει στην Ελλάδα, όπως μου είπε, αλλά τα ελληνικά του δεν ήταν κακά. Είχε βέβαια μια προφορά που με έκανε να γελάω. Περάσαμε όλο το μεσημέρι μαζί συζητώντας μέχρι που ήρθε η ώρα να φύγω.

«Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα Μάικ, αλλά έχω αργήσει για τη δουλειά» του είπα καθώς σηκωνόμουν από την άμμο.
«Κι εγώ χάρηκα Χριστίνα. Θέλω να σε ξαναδώ» είπε αποφασιστικά.
«Μπορεί και να με ξαναδείς» απάντησα αφήνοντας ένα υπονοούμενο.
«Αυτό το μαγαζί που δουλεύεις, πού είναι;» με ρώτησε πάλι. Δεν τα παρατούσε εύκολα.
«Στη χώρα».
«Θα περάσω το βράδυ να σε πάρω, να με περιμένεις» μου έκλεισε το μάτι.
«Πώς ξέρεις σε ποιο μαγαζί θα με βρεις;» τον ρώτησα χαριτωμένα. Ήμουν σίγουρη ότι δεν ανέφερα καθόλου το όνομα του μαγαζιού.
«Θα σε βρω» απάντησε πάλι γεμάτος σιγουριά. «να με περιμένεις το βράδυ». Και έφυγε τόσο ξαφνικά όπως ήρθε.

Το ίδιο βράδυ ήταν έξω από το μαγαζί όπως μου είχε υποσχεθεί. Δε ρώτησα ποτέ πώς με βρήκε. Δε με ενδιέφερε. Κάναμε βόλτα στη χώρα τρώγοντας παγωτό και εκείνος μου μιλούσε για τα ταξίδια του. Είχε γυρίσει σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο φωτογραφίζοντας. Όταν άρχισε να χαράζει με συνόδευσε μέχρι το σπίτι και με αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί.

Το επόμενο πρωί με προσκάλεσε να πάω μαζί του στην κόκκινη παραλία. Ο δρόμος για εκείνη την παραλία ήταν δύσβατος αλλά η ομορφιά σε αποζημίωνε. Σε όλη τη διαδρομή τραβούσε φωτογραφίες και εγώ δε χόρταινα να τον κοιτάζω. Ήταν τόσο όμορφος αφοσιωμένος στην τέχνη του. Το βράδυ βρεθήκαμε ξανά, αυτή τη φορά με κέρασε φαγητό σε ένα πολύ καλό εστιατόριο. Το ξημέρωμα μας βρήκε στην παραλία να μιλάμε και να γελάμε. Δεν έχανε ευκαιρία να με φιλήσει στα χείλη, στον λαιμό, στα χέρια και εγώ το απολάμβανα στο έπακρο. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι είναι αυτό που με έλκυε τόσο πολύ σε αυτόν τον άντρα. Δεν ήταν μόνο η ομορφιά του που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα, ήταν το γέλιο του που θύμιζε παιδί, το πάθος του για τη δουλειά του, ο τρόπος που σούφρωνε τα χείλη του ένα δευτερόλεπτο πριν κάνει την τέλεια λήψη. Ένιωθα να τον ερωτεύομαι χωρίς να τον ξέρω καθόλου.

Την επόμενη μέρα πήγαμε με το αυτοκίνητο του στην Οία να απολαύσουμε το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα του κόσμου. Μόλις ο κατακόκκινος ήλιος ακούμπησε στο πέλαγος με έσφιξε στην αγκαλιά του και μου έδωσε το πιο παθιασμένο φιλί. Δε χάσαμε ούτε μία μέρα από τότε. Κάθε στιγμή που δε δούλευα την περνούσαμε μαζί. Το πρωί πηγαίναμε για μπάνιο και το βράδυ κάναμε βόλτες πιασμένοι από το χέρι. Την μια στιγμή παίζαμε και γελούσαμε σαν μικρά παιδιά και την άλλη κάναμε έρωτα τόσο δυνατό, λες και εξαρτιόταν η ζωή μας απ’ αυτό.

Τη δεύτερη εβδομάδα ανεβήκαμε μαζί στο ηφαίστειο. Οι φωτογραφίες που κατάφερε ο Μάικ ακριβώς στην δύση του ηλίου ήταν μοναδικές.
«Πραγματικά έχεις ταλέντο. Πρέπει να τις δει ο κόσμος αυτές τις φωτογραφίες» είπα καθώς τις κοιτούσα με ανοιχτό το στόμα.
«Μα θα τις δει μωρό μου. Θα τις παρουσιάσω τον Δεκέμβριο σε μια έκθεση στην Νέα Υόρκη. Θα χαρώ πολύ αν έρθεις».
«Ίσως να έρθω» απάντησα με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. «Λοιπόν, μεγάλε φωτογράφε, τι έχει σειρά;»
«Έλα μαζί μου. Έχω μια ιδέα»
«Πού πάμε;»
«Θέλω να σε φωτογραφίσω»

Μία ώρα μετά ήμασταν σε μία ερημική παραλία περικυκλωμένη από ψηλούς ανάγλυφους βράχους. Ο Μάικ ρύθμιζε τον φακό στην μηχανή του και εγώ στεκόμουν σχεδόν ακίνητη δίπλα του.
«Έτοιμη;» ρώτησε και του απάντησα με ένα χαμόγελο. Έβγαλα τα ρούχα μου και έμεινα γυμνή μπροστά του. Εκείνος με φωτογράφιζε κάτω από το φεγγαρόφως και εγώ δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Εκείνη τη νύχτα, μου έκανε τον πιο γλυκό έρωτα. Εκείνη την νύχτα, ήμουν δική του.

Οι μέρες περνούσαν γρήγορα. Έφτασε ο καιρός που ο Μάικ έπρεπε να φύγει για την Αμερική. Αυτός ο έρωτας που είχαμε ζήσει τόσο έντονα, έφτανε στο τέλος του. Ένιωθα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια. Δεν μπορούσε να φύγει έτσι, δεν τον είχα χορτάσει ακόμα, δε θα τον χόρταινα ποτέ. Πότε είχε περάσει κιόλας ένας μήνας; Ένα βράδυ πριν φύγει μου είπε ότι είχε την πιο τρελή ιδέα. Με πήρε από το χέρι και πήγαμε σ’ ένα στούντιο τατουάζ. Ήθελε να ζωγραφίσει ένα μαύρο καπέλο, ίδιο με αυτό που φορούσα την ημέρα που με γνώρισε, στον καρπό του.

«Μ’ αυτόν τον τρόπο δε θα ξεχάσω ποτέ πως νιώθω αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Τόσο ερωτευμένος με ένα τόσο ξεχωριστό κορίτσι. Δε θέλω να σε ξεχάσω ποτέ, Χριστίνα. Μ’ αυτό το τατουάζ θα είσαι ένα κομμάτι μου για πάντα. Κάθε φορά που θα το κοιτάω θα θυμάμαι την μυρωδιά σου και θα ξυπνάνε όλα τα συναισθήματα ξανά από την αρχή. Νιώθω ότι πρέπει να σου δώσω τα πάντα, γιατί τα αξίζεις, αλλά και πάλι δεν θα ήταν αρκετά. Δεν έχω νιώσει ποτέ πριν κάτι παρόμοιο. Σ’ αγαπάω. Αυτός ο μήνας μαζί σου ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω να θυμάμαι. Σ’ ευχαριστώ». Τον άκουγα να μιλάει και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Τον αγαπούσα και ‘γω, με όλο μου το είναι. Και έπρεπε να τον αφήσω να φύγει.

Εκείνο το τελευταίο βράδυ δώσαμε μία υπόσχεση. Εκείνος έκανε τατουάζ το καπέλο μου και εγώ την φωτογραφική του μηχανή. Και υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλον ότι θα ξαναβρισκόμασταν, ότι αυτό δεν ήταν το τέλος. Θα πήγαινα στην Νέα Υόρκη στην έκθεσή του και εκείνος θα ερχόταν πάλι το επόμενο καλοκαίρι στην Ελλάδα. Ναι, ήταν μια υπόσχεση που έδωσαν δύο άνθρωποι τρελά ερωτευμένοι που πονούσαν βαθιά. Και δυστυχώς, ήταν μια υπόσχεση που δεν κρατήσανε ποτέ.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Κατερίνας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!