Η ομιλία αναπτύχθηκε για να επικοινωνούμε. Όμως όταν τελικά ανοίγουμε το στοματάκι μας για να μιλήσουμε, το κάνουμε πρωτίστως για μας τους ίδιους ή για να μας ακούσουν οι υπόλοιποι; Δηλαδή το μεγαλύτερο βάρος πέφτει ακριβώς στο να λέμε αυτό που σκεφτόμαστε ή για να συμβαδίσουν πάντοτε οι απόψεις μας με των άλλων, έτσι ώστε να μη γινόμαστε αντιπαθείς σ’ αυτούς;

Γυρνάμε σπίτι μετά από μια μέρα έξω στην πόλη, όπου συναναστρεφόμαστε, θέλοντας και μη, με ένα σωρό ανθρώπους. Στο τέλος της μέρας κι έχοντας δει τη συμπεριφορά τους απέναντι μας, καταλήγουμε στο ότι θα προτιμούσαμε τελικά να τους είχαμε αποφύγει. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σκεφτόμαστε ότι ακόμα κι εκείνη την ώρα, ενώ κανονικά θα περιμέναμε να είχε ξεθυμάνει αυτό μέσα μας, εμείς αντίθετα εξακολουθούμε να είμαστε εκνευρισμένοι μαζί τους. Γιατί αν δε μιλήσουμε την ώρα που πρέπει, φουντώνει το όλο πράγμα μέσα μας.

Το έχω δει και με τον εαυτό μου. Κρατάω πράγματα μέχρι που ακούς το μπαμ. Και όταν συμβεί αυτό το μπαμ, πρέπει να τρέξεις να κρυφτείς. Αναλογίζομαι ότι αν πολύ απλά έλεγα ακριβώς ό,τι σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, πρώτα απ’ όλα το κάθε σοβαρό ζήτημα στο ίδιο μου το μυαλό δε θα είχε προλάβει να πάρει τέτοια έκταση. Συνεπακόλουθα, ούτε αυτό το μπαμ που τελικά βγαίνει προς τα έξω δε θα ήταν τόσο μεγάλο. Δε θα είχε προλάβει να δημιουργηθεί καν θέμα μέσα μου.

Φυσικά και δε θέλουμε εντάσεις στη ζωή μας, εκτός από έναν συγκεκριμένο τομέα, τον ερωτικό. Και δυστυχώς αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος που μας κάνει να μην αποκαλύπτουμε το τι πράγματι σκεφτόμαστε. Να μη πηγαίνουμε κόντρα σε κάτι που παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μας. Εμείς οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας είμαστε γεννημένοι διπλωμάτες. Για την ακρίβεια, έχουμε περάσει την ίδια τη διπλωματία σε ένα άλλο επίπεδο. Αλλά ούτε αυτή δε φαίνεται να είναι η λύση.

Συμβαίνει το βράδυ που ξαπλώνουμε στο κρεβάτι και σκεφτόμαστε τη μέρα που πέρασε. Ή όταν μιλάμε στο τηλέφωνο με τους δικούς μας ανθρώπους και τους διηγούμαστε το πώς ήταν αυτή η μέρα. Συνήθως από πού ξεκινάμε; Είτε από κάτι που μας έχει εκνευρίσει χωρίς άλλο προηγούμενο, είτε από κάτι που μας έχει συνεπάρει. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις έχουν ένα κοινό. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή εμείς δεν βρισκόμαστε σε πλήρη λειτουργία. Είτε κομπλάρουμε γιατί έχουμε συναντήσει τυχαία το άτομο που θα θέλαμε να δούμε περισσότερο από τον καθένα, είτε γιατί τρώμε μέσα στη μάπα μας μία συμπεριφορά που αρνούμαστε να κατανοήσουμε και να δεχτούμε ότι υπάρχει.  

Μας τρώει η σκέψη του «αχ θα μπορούσα να του είχα πει αυτό κι αυτό και τότε να βλέπαμε τι θα έλεγε!». Παίζουμε ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μας τον ίδιο διάλογο, σαν να προσδοκούμε μια επανεκτέλεση του. Λες και βασιζόμαστε σ’ αυτή. Ευχόμαστε να μπορούσαμε εκείνη τη στιγμή να δείξουμε ποιοι είμαστε. Είναι ανόητο μερικές φορές το πώς λειτουργεί ο άνθρωπος, αν στηριχθεί καθαρά στα ένστικτα του.

Αλλά το χειρότερο νομίζω είναι και γι’ αυτό καταλήγει να μας τσούζει τόσο, ότι δεν έχουμε μάθει να εκμεταλλευόμαστε σωστά τις ευκαιρίες που μας δίνονται. Και σ’ αυτό, είμαστε αθεράπευτοι. Ταλαιπωρούμαστε επειδή έχουμε εστιάσει τόσο στο να θέλουμε να τα κοντρολάρουμε όλα, που το μόνο που κάνουμε είναι να καταστρώνουμε σχέδια και τακτικές όλη την ώρα. Έχουμε ξεχάσει να μιλάμε, να ανοιγόμαστε, να αυτοσχεδιάζουμε.Δε λέμε αυτό που σκεφτόμαστε. Δεν ξέρουμε καθόλου να παίξουμε τον άλλον και νομίζω πως ζηλεύουμε απίστευτα αυτούς που μπορούν. Για την ακρίβεια, το ρήμα που χρειάζεται είναι το φθονώ. Ναι, αυτό κάνουμε μ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους φθονούμε.

Έχει τύχει να πω σε φίλη να με βοηθήσει με άνδρα που με ενδιέφερε. Σίγουρα δεν είμαι και η μόνη. Η γνωστή φάση του «πες μου τι να κάνω μαζί του, πώς να χειριστώ την κατάσταση γιατί έχω τρελαθεί». Λες κι έχει νόημα. Λες και ωφελεί. Και γιατί δεν ωφελεί; Γιατί απλά εγώ είμαι αυτή που πρέπει να μιλήσω. Και δεν το κάνω! Δεν λέω αυτό που σκέφτομαι. Συνεπώς δεν έχω μάθει να εκμεταλλεύομαι θετικά την κάθε στιγμή που μου δίνεται μαζί του.  Λίγοι από εμάς μπορούν. Μήπως να προσπαθούσαμε να γίνουμε σαν κι αυτούς;

Αντί να σκεφτόμαστε τι θα μπορούσαμε να είχαμε πει και ότι στην επόμενη ευκαιρία που θα μας δοθεί θα αντιδράσουμε καλύτερα, ας αρχίσουμε επιτέλους να λέμε αυτό που πραγματικά θέλουμε, την ίδια ακριβώς στιγμή που το σκεφτόμαστε, χωρίς να αναλογιστούμε τις συνέπειες. Για μία φορά ας μιλήσουμε κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Τουλάχιστον δε θα είμαστε μετά για άλλη μία φορά σκασμένοι επειδή το βουλώσαμε, δειλιάζοντας άλλη μια φορά.

Ας γίνουμε κι εμείς για λίγο από κείνους που οι άλλοι τους ζηλεύουν. Έχω ακούσει κάποιους να λένε: «Αν λέγαμε ό,τι σκεφτόμασταν, ή θα πλακωνόμασταν όλοι μεταξύ μας στο ξύλο, ή θα πλακωνόμασταν στα φιλιά». Για κάθε περίσταση, για κάθε διαφορετικό άτομο, ας δοκιμάσουμε κάτι καινούριο. Ας μιλήσουμε.

 

Επιμέλεια κειμένου Σοφίας Γαρμπή: Ελευθερία Παπασάββα

 

Συντάκτης: Σοφία Γαρμπή