Tο θέμα της σ3ξουαλικής έλξης του ίδιου φύλων αποτελεί μια χρόνια συζήτηση κι έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους επιστήμονες το ερώτημα αν υπάρχει γκ3ι γονίδιο που κάνει άτομα ίδιου φύλου να έλκονται. Η μεγαλύτερη μελέτη που έχει συμβεί μέχρι και σήμερα λοιπόν είναι από τον Andrea Ganna, συγγραφέα κι επικεφαλή της ομάδας του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας στο Ινστιτούτο Μοριακής Ιατρικής στη Φινλανδία. Η μελέτη αυτή απέτυχε να αποδείξει πως υπάρχει ένα συγκεκριμένο «γκ3ι γονίδιο» κι ενισχύει την άποψη ότι η σ3ξουαλική συμπεριφορά του ίδιου φύλου είναι απλώς «ένα φυσικό μέρος της ποικιλομορφίας μας ως είδος» και πως υπάρχουν γονίδια που απλώς αυξάνουν την περίπτωση ένας άνθρωπος να είναι ομοφuλόφιλος. Η σ3ξουαλικότητα δεν μπορεί να καθοριστεί από τη βιολογία, την ψυχολογία ή τις εμπειρίες της ζωής μεμονωμένα, αυτή η μελέτη κι άλλες δείχνουν, ότι η ανθρώπινη σ3ξουαλική έλξη καθορίζεται απ’ όλους αυτούς τους παράγοντες συνδυαστικά.

Αναλυτικότερα στο τεύχος του περιοδικού Science το 2019, η γενετίστρια Andrea Ganna του Ινστιτούτου Broad του ΜΙΤ και του Χάρβαρντ ανέλυσαν το DNA σχεδόν μισού εκατομμυρίου ανθρώπων από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα γονίδια ευθύνονται για το 8% έως 25% της ομορφuλοφιλικής συμπεριφοράς ενός ατόμου. Πολυάριθμες μελέτες άλλωστε έχουν διαπιστώσει ότι το φύλο δεν είναι μόνο αρσενικό ή θηλυκό. Αντίθετα, είναι μια αδιάσπαστη αλληλουχία των επί μέρους στοιχείων του φύλου που προκύπτει από τη γενετική σύσταση ενός ατόμου. Και παρ’ όλα αυτά, δυστυχώς εξακολουθούν να υφίστανται παρανοήσεις ότι η έλξη για το ίδιο φύλο είναι μια επιλογή που δικαιολογεί την καταδίκη ή τη μεταστροφή και οδηγεί σε διακρίσεις και διώξεις.

Το 1993 ο Ντιν Χάμερ συνέδεσε την ανδρική ομοφuλοφιλία μ’ ένα τμήμα του χρωμοσώματος Χ και τότε ξεκίνησε το κυνήγι του γκ3ι γονιδίου με την πιο πρόσφατη μελέτη να γίνεται το 2019. Οι λεγόμενες μελέτες συσχέτισης σ’ όλο το γονιδίωμα εντόπισαν ένα γονίδιο που ονομάζεται SLITRK6 , το οποίο είναι ενεργό σε μια περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται διεγκέφαλος και διαφέρει σε μέγεθος μεταξύ ομοφuλόφιλων ή ετεροφυλόφιλων ατόμων.

Ακόμα γενετικές μελέτες σε ποντίκια έχουν αποκαλύψει επιπλέον υποψήφια γονίδια που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη σ3ξουαλική προτίμησή τους. Μια μελέτη μάλιστα που πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες το 2010 συνέδεσε τη σ3ξουαλική προτίμηση μ’ ένα γονίδιο που ονομάζεται fucose mutarotase. Όταν το γονίδιο υπήρχε σε θηλυκά ποντίκια, έλκονταν από τις θηλυκές μυρωδιές και προτιμούσαν θηλυκά παρά αρσενικά. ταυτόχρονα, διαφορετικές μελέτες έχουν δείξει ότι η διαταραχή ενός γονιδίου που ονομάζεται TRPC2 μπορεί να κάνει τα θηλυκά ποντίκια να ενεργούν σαν αρσενικά, ενώ τα αρσενικά ποντίκια που δεν έχουν TRPC2 δεν εμφανίζουν πλέον την επιθετικότητα αρσενικού ποντικιού κι εμφανίζουν σ3ξουαλικές συμπεριφορές τόσο προς τα αρσενικά όσο και προς τα θηλυκά ποντίκια. Ειδικότερα η λειτουργία του γονιδίου TRPC2 είναι η αναγνώριση των φερομονών, χημικών ουσιών που απελευθερώνονται απ’ ένα μέλος ενός είδους για να προκαλέσουν την ανταπόκριση ενός άλλου.

Μέσα λοιπόν από τις έρευνες λοιπόν πολλών ετών διεξάγεται το συμπέρασμα ότι πολλαπλά υποψήφια γονίδια συνδέονται με την ομοφuλοφιλία και φαίνεται πλέον απίθανο να υπάρχει ένα μόνο ένα αποκλειστικά “g@y” γονίδιο. Αυτή η ιδέα υποστηρίζεται περαιτέρω από νέα μελέτη που έγινε, η οποία εντόπισε πέντε νέους γενετικούς τόπους (σταθερές θέσεις στα χρωμοσώματα) που συσχετίζονται με τη σ3ξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου: Δύο που εμφανίστηκαν σε άνδρες και γυναίκες, δύο μόνο σε άνδρες και ένας μόνο σε γυναίκες. Αν και δεν υπάρχει ένα ενιαίο «γκ3ι γονίδιο», υπάρχουν συντριπτικά στοιχεία για μια βιολογική βάση για τον σ3ξουαλικό προσανατολισμό που προγραμματίζεται στον εγκέφαλο πριν από τη γέννηση με βάση ένα μείγμα γενετικών και προγεννητικών συνθηκών, καμία από τις οποίες δεν επιλέγει το έμβρυο.

Μια άλλη επιστημονική απόψε διατυπώνει ότι η ομοφuλοφιλία είναι ένα «χαρακτηριστικό ανταλλαγής γονιδίων». Για παράδειγμα, ορισμένα γονίδια στις γυναίκες βοηθούν στην αύξηση της γονιμότητάς τους, αλλά εάν αυτά τα γονίδια βρεθούν σ’ έναν άνδρα, τον προδιαθέτουν προς την ομοφuλοφιλία. Βέβαια η σ3ξουαλική συμπεριφορά είναι ευρέως ποικίλη και διέπεται από εξελιγμένους μηχανισμούς σ’ όλο το ζωικό βασίλειο κι έτσι όπως και με άλλες πολύπλοκες συμπεριφορές, δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε τη σ3ξουαλικότητα κοιτάζοντας μια αλληλουχία DNA σαν να ήταν μια κρυστάλλινη σφαίρα. Τέτοιες συμπεριφορές προκύπτουν από συνδυασμούς εκατοντάδων, ίσως χιλιάδων, γονιδίων και από το πώς αυτοί ρυθμίζονται από το περιβάλλον. Τα γονίδια παίζουν μικρό και περιορισμένο ρόλο στον καθορισμό της σ3ξουαλικότητας. Η γενετική κληρονομικότητα λοιπόν -όλες δηλαδή οι πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες στα γονίδιά μας και μεταβιβάζονται μεταξύ των γενεών- μπορούν να εξηγήσουν μόνο το 8 έως 25 τοις εκατό του γιατί οι άνθρωποι έχουν σχέσεις μεταξύ του ίδιου φύλου, με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης.

Επιπλέον, κάτι που δεν πρέπει να αγνοηθεί είναι το γεγονός πως οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η σ3ξουαλικότητα είναι πολυγονιδιακή – που σημαίνει ότι εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες γονίδια έχουν μικρή συμβολή στο χαρακτηριστικό αυτό των ανθρώπων. Η σ3ξουαλικότητα λοιπόν ένας ατόμου είναι ένα παρόμοιο «φαινόμενο» με άλλα κληρονομικά (αλλά πολύπλοκα) χαρακτηριστικά όπως το ύψος ή η τάση για δοκιμή νέων πραγμάτων.

Έτσι, η νέα αυτή έρευνα επιβεβαιώνει τη μακροχρόνια καθιερωμένη αντίληψη ότι δεν υπάρχει «οριστικός» βαθμός στον οποίο η φύση ή η ανατροφή επηρεάζουν τον τρόπο συμπεριφοράς ενός γκeι ατόμου. Η γενετική δεν μπορεί να πει «όλη την ιστορία», όπως είπε στην Post ο Eric Vilain, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας Γενετικής Ιατρικής στο Παιδικό Εθνικό Σύστημα Υγείας, για το τι «κάνει» κάποιον ομοφuλόφιλο.

Oι άνθρωποι που μπορούν να πουν όλη την ιστορία είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που είναι ομοφuλόφιλοι και που οφείλουμε ν’ ακούσουμε και να τους ζητήσουμε συγγνώμη για τις συμπεριφορές μας και την άγνοιά μας σαν ανθρωπότητα όλα αυτά τα χρόνια, οι άνθρωποι που μας ζητάνε απλώς να τους αφήσουμε ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν ελεύθερα.

Συντάκτης: Φωτεινή Γιαμά
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου