Για τους περισσότερους από εμάς, έρχεται κάποτε η στιγμή που οι ηλικιωμένοι γονείς μας δεν μπορούν πια να τα καταφέρουν μόνοι τους και χρειάζονται φροντίδα κι υποστήριξη. Τότε έρχεται η στιγμή που εμείς, τα παιδιά τους, πρέπει ν’ ανταποκριθούμε βουτώντας σ’ έναν πραγματικό ωκεανό υποχρεώσεων. Έτσι λοιπόν, ένα μεγάλο ποσοστό, θα έχουμε την υποχρέωση αλλά ταυτόχρονα και την τύχη, να φροντίσουμε τους ηλικιωμένους γονείς μας, όταν αυτοί γεράσουν, αρρωστήσουν ή μας έχουν ανάγκη.

Ακόμα κι αν ακούγεται κάπως περίεργο, η ζωή ακολουθεί το φυσικό της μονοπάτι, τη φυσική της τροπή, εφόσον οι γονείς μάς μεγάλωσαν και έφτασαν στην τρίτη ηλικία, εμείς ως νεότεροι, ως πιο υγιείς, αναλαμβάνουμε πλέον τη φροντίδα τους. Όλοι θεωρούμε ως αυτονόητη την ανάληψη της ευθύνης από κάθε γονιό, για τη φροντίδα των παιδιών του. Το αντίστροφο, όμως, δε θεωρείται αυτονόητο.

Πριν κάποιες δεκαετίες, ήταν φυσικό κι αδιαμφισβήτητο, τα παιδιά να είναι αυτοί που θα αναλάβουν τη φροντίδα των ανήμπορων πλέον κι υπερήλικων γονιών τους. Όσο, όμως τα χρόνια περνούν και παρ’ όλο που η κοινωνία αποποιείται των δικών της ευθυνών απέναντι σε ανθρώπους ανήμπορους, παρατηρείται πως όλο και λιγότερα, σε αριθμό, παιδιά είναι πρόθυμα αλλά έχουν και την οικονομική δυνατότητα να αναπληρώσουν αυτό το κενό. Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, δε διαθέτουμε σαν πολιτισμένη και σύγχρονη χώρα κάποια σοβαρή πολιτική περίθαλψης αυτών των ανθρώπων που να είναι αντάξια στον επιθετικό προσδιορισμό, «ανθρωπιστική».

Υπάρχουν χώρες, όπως για παράδειγμα η Γαλλία, η Ιταλία, αλλά κι η Γερμανία, όπου η ευθύνη των παιδιών για τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών τους, όταν προκύψει ανάγκη, αποτελεί νόμο του κράτους, το οποίο σε βοηθάει να τον τηρήσεις. Αλήθεια όμως, έχει νόημα να γίνεται κάτω από την απειλή των συνεπειών του νόμου; Επειδή δε ζούμε σ’ έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, αλλά κι επειδή ως άνθρωποι που είμαστε, κουβαλάμε εσωτερικά, τόσο τον Θεό όσο και τον διάβολο, το να υπάρχει κάτι που να μας υπενθυμίζει τις ευθύνες μας και να μας κινητοποιεί, δε νομίζω ότι βλάπτει. Άλλωστε, έχει αποδειχθεί πως στις χώρες εκείνες όπου υπάρχει,νομοθετικά θεσμοθετημένη ευθύνη των παιδιών για τη φροντίδα προς τους γονείς τους, η ανάληψη της ευθύνης ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερη.

Στη χώρα μας, έχουμε μείνει στο «έχεις κόρη; Τουλάχιστον θα πιεις ένα ποτήρι νερό και θα φας ένα πιάτο φαγητό». Έτσι λοιπόν ζούμε με το στερεότυπο ότι οι κόρες -το πολύ πολύ- θα κοιτάξουν και θα φροντίσουν τους ηλικιωμένους γονείς. Μάλιστα, συχνά και μόνο η ύπαρξη αυτού του στερεότυπου, ότι οι κόρες θα πρέπει να κοιτάξουν τους γονείς, ωθεί τις γυναίκες να φροντίζουν ηλικιωμένους γονείς ή ακόμα και τα ηλικιωμένα πεθερικά σαν να είναι ένας έξτρα ρόλος που καλούνται να φέρουν εις πέρας. Το ποσοστό αυτό στις μέρες μας είναι πολύ υψηλό, όσο και να σας φαίνεται περίεργο. Άλλωστε δεν είναι απίθανο ν’ ακολουθούν και το παράδειγμα της μητέρας τους, που είχε κάνει το ίδιο με τους δικούς της γονείς. Δε θα έπρεπε όμως να είναι έτσι. Είτε γυναίκες, είτε άντρες, όταν οι γονείς μας έχουν την ανάγκη της φροντίδας και της αγάπης, θα πρέπει να ανταποκρινόμαστε όλοι το ίδιο.

Τι γίνεται, βέβαια, όταν εκ των πραγμάτων δεν μπορείς να βοηθήσεις; Για παράδειγμα, αν έχεις μεταναστεύσει ή αν υπάρχουν σοβαροί οικονομικοί λόγοι; Για τη μετανάστευση θα μου επιτρέψετε να έχω ο ίδιος πείρα και να ομολογήσω ότι είναι τρομερά δύσκολο. Όταν για κάποια χρόνια είχα μεταναστεύσει στον Καναδά, η μητέρα μου (έχασα πολύ νωρίς τον πατέρα μου), έπαθε εγκεφαλικό κι ήταν για 6 μήνες σε κέντρο αποκατάστασης. Όταν το έμαθα μετά από πολύ καιρό, από τον αδερφό μου και σε ερώτησή μου γιατί δε μου το είπαν, το σκεπτικό τους ήταν το «γιατί να στο πούμε; Τόσα χιλιόμετρα μακριά, δε θα μπορούσες να κάνεις κάτι». Ίσως από μια πλευρά, είχαν κάποιο δίκιο. Δε σας το κρύβω, όμως, ότι μέχρι και σήμερα, αν και πέρασαν αρκετά χρόνια, οι τύψεις έρχονται πολύ συχνά στο μυαλό μου. Άραγε ήμουν το κακό παιδί; Το αχάριστο παιδί; Εκείνο που ενώ έπρεπε να είμαι δίπλα στη μητέρα μου, εγώ την παράτησα κι έφυγα; Ίσως και να είναι αυτός ένας λόγος που πλέον μένω με τη μητέρα μου και τη φροντίζω. Θεωρώ έτσι ότι καλύπτω αλλά κι αναπληρώνω τον χρόνο που δεν ήμουν δίπλα της, όταν με είχε ανάγκη. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, οι ενοχές είναι που με οδηγούν.

Δύσκολο πράγμα η φροντίδα ενός ηλικιωμένου: Όσο το βιώνεις, τόσο νομίζεις ότι ζεις ένα αντίστροφο déjà vu. Για παράδειγμα, αναφερόμαστε στη μάνα μας και λέμε ότι για να βγει έξω, θα πρέπει να φορέσει ζακέτα γιατί έχει ψύχρα κι η απάντησή της είναι “δεν έχω ανάγκη, δεν κρυώνω εγώ”. Άλλη μία παρόμοια περίπτωση είναι όταν αναφερόμαστε στους γονείς μας λέγοντάς τους ότι δεν πρέπει να τρώνε γλυκά γιατί κάνουν κακό. Οι ίδιες λοιπόν φράσεις που έχουμε ακούσει εκατοντάδες φορές από τον άνθρωπο που τώρα τις απευθύνουμε, ακούγονται παράδοξες, σαν να βρισκόμαστε σε λάθος χρόνο. Ανατρέπονται οι ρόλοι κι οι γονείς γίνονται πλέον παιδιά.

Αγωνιούμε, προβληματιζόμαστε, πολεμάμε για το πώς θ’ αποκτήσουμε μια καλύτερη ζωή, πώς θα βγάλουμε περισσότερα χρήματα, πώς θα δώσουμε περισσότερη φροντίδα στα παιδιά μας, πώς θα κοιτάξουμε να μη λείψει τίποτα από την οικογένειά μας, ξεχνώντας ότι οι ηλικιωμένοι γονείς μας δε θέλουν τίποτα από αυτά. Δε θέλουν ιταλικά έπιπλα, δε θέλουν τηλεόραση υψηλής ανάλυσης, ούτε κατοστάρα ταχύτητα ίντερνετ. Αυτό που κυρίως θέλουν, είναι η παρουσία μας, να τους κρατάμε το χέρι τρυφερά, να τους κοιτάμε με βλέμμα γεμάτο αγάπη και ζεστασιά για να νιώθουν ασφαλείς. Τίποτα από αυτά δεν απαιτεί χρήματα, παρά μόνο συναισθηματική γενναιοδωρία στους ανθρώπους που είναι οι γονείς μας. Και ναι, αυτό είναι και χρέος, είναι και βάρος, είναι και παράδοση, είναι κι ενοχές, είναι κι ευθύνη, είναι και σύνδρομο καλού παιδιού, είναι όμως κι αγάπη. Και το τελευταίο είναι που πρέπει να κρατήσουμε.

Συντάκτης: Φώτιος Λαμπαδάριος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου