Το καλοκαίρι που πέρασε ήταν από αυτό που μπαίνουν στο κουτί με τα παραμύθια σου, αυτά που σφραγίζουν το dna σου.
Είχε κάτι από αυτά που ξεπερνάν την εποχή.
Και χειμώνας να ήτανε, δε θα χρειαζόσουν παλτό.
Απ’άυτά που ονομάζεις συγκλονιστικά, συναρπαστικά, απογειωτικά.
Αυτά που λες ότι η έμπνευση, είναι κάτι μεγαλύτερο απ’αυτό που ορίζει η ετυμολογία της.
Απ’άυτά που σε κάνουν να νιώθεις μικρός, τόσο μικρός που ψάχνεις ακόμα μαυροπίνακα για να μάθεις την αλφάβητο.

Ο Παναγιώτης και η Αγνή, δύο παιδιά με ειδικές ανάγκες -εν προκειμένω κωφάλαλοι (τι άκομψη λέξη)– πάτησαν στο νησί την τρίτη μέρα.

Μας είχε μιλήσει η Δήμητρα για το ζευγάρι που της «άλλαξε τη ζωή» και της προκαλούσε «συνεχόμενες εκρήξεις ευφορίας».  
Είχα καιρό ν’ακούσω αυτή τη λέξη, συνήθως τη διαβάζω σε κείμενα περί υπέρβασης της ψυχής και όλα τα σχετικά.
Μπορεί και να την ονειρεύτηκα, δε θυμάμαι.
Κόλλησε το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή και σα να με διαπέρασε στιγμιαία το τρίξιμο των τεκτονικών πλακών.

Έχω μόλις γυρίσει από το χιλιομετρικό μακρυνάρι της πετραλίας και με αστροναυτικά βήματα τρέχω για το αγιασμένο νερό, γιατί η αφυδάτωση άρχισε να γαργαλάει ύπουλα το κάτω χείλος.
Στη προσπάθεια μου να πνίξω το γαργαλητό και με το ύδωρ αφθονούν περί του σώματος αυτής, το βλέμμα μου πιάνει καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα, τη Δήμητρα με δύο νέα πρόσωπα, με αγκαλιές και γέλια να βγαίνουν από τη γη.

«Τεκτονικές πλάκες», σκέφτομαι.
Τα παιδιά. Οι εκρήξεις. Η ευφορία.

Αφήνω το μπουκάλι στο μπαρ.
Κάθομαι στη μπαμπουδίστικη γωνία του. Παρατηρώ.
Τα δύο ζευγάρια μάτια, τα χέρια, τα στόματα, τα πόδια, τα μαλλιά.
Κάθε χρόνο αναβάλλω αυτό το αναθεματισμένο course για την εκμάθηση της νοηματικής, ηλίθιες δικαιολογίες. Ή απλά δικαιολογίες.

Μιλάνε με τη Δήμητρα και ακόμα και αν τα χέρια τους είναι βασικό εργαλείο ομιλίας, με τη πρώτη ευκαιρία, πλέκονται μεταξύ τους τόσο σφιχτά που δε ξεχωρίζεις ποιου είναι ποιο.
Τα δάχτυλα εξαφανίζονται. Χάιδεμα μαλλιών.
Αυτό που εγκαινιάζει μάλλον το χάδι, ως πράξη ηρωϊσμού.  
Κίνηση.
Όλοι οι μεγάλοι κλασικοί σε δέκα λεπτά.
Δεν ξέρω ποιο όργανο ακούγεται πιο δυνατά, όχι.
Χορεύουν λέω στον εαυτό μου, αυτό είναι, χορός.
Ο ομορφότερος που έχει δει ποτέ, αυτός που η κίνηση συνεχίζεται μέσα σου για ώρες, μέρες.
Γιατί δεν είναι επιτηδευμένος ούτε καλουπωμένος για να εκβιάσει το χειροκρότημα και τα τίναγμα από το κάθισμα.

Τα δέκα λεπτά έγιναν είκοσι.
Έγιναν  κάτι που δε μετριέται με μεζούρες χρονικές.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ η αφυδάτωση στον χάρτη της Ιατρικής, ούτε τα βαθουλώματα στις πατούσες, ούτε καν η πετραλία.

Με φωνάζει η Δήμητρα. Γνωριζόμαστε. Αυτή διερμηνέας.
Μετο βλέμμα της αλλοπαρμένης, που έχω,  θα με περάσουν για κανένα χαζοχαρούμενο που έπαθε και ηλίαση.

Έχω δουλέψει με ομάδες παιδιών με ειδικές ανάγκες, αλλά ποτέ δεν τα είχα δει να ερωτεύονται. Κάτσε τώρα και γίνε εσύ μαθήτρια, αυτή που δε θα πάρει ποτέ καμία απουσία, θα κάθεται πάντα στο πρώτο θρανίο και δεν θα της ξεφεύγει κόμμα.
Για πέντε μέρες, ήμουν το παιδάκι απέναντι στο μαυροπίνακα. Αυτός όμως ήταν αλλιώτικος.

Τα παιδιά -με όλη τη σημασία της λέξης-, γνωρίστηκαν σε μία ομάδα ηχητικής έκφρασης μέσω της τέχνης. Ζωγραφική για την ακρίβεια.
Η Αγνή πάντα ζωγράφιζε.
«Ο ήχος για μένα είναι χρώμα.
Χρώμα και κίνηση, δε μπορώ να καταλάβω γιατί το κόκκινο ας πούμε σχετίζεται πάντα με τον έρωτα και την αγάπη, για μένα έχουν χρώμα κίτρινο»

Ο Παναγιώτης δεν είχε πιάσει ούτε μαρκαδόρο.
Αγαπάει τα βουνά, τους καταρράκτες και τους ανθρώπους που τον κοιτάν στα μάτια, όχι στα χέρια ή στο στόμα.

Ερωτεύτηκαν μάλλον ταυτόχρονα.
«Όταν την είδα να ζωγραφίζει, ήξερα ότι το καλοκαίρι μάλλον θα έπρεπε να αγοράσω μεγαλύτερη σκηνή. », θα πει εκείνος για την Αγνή.
Τα χέρια θα μπερδευτούν ξανά και εκείνη θα συμπληρώσει: «Ήταν τόσο παιδικός ο τρόπος που σχημάτιζε τη θάλασσα που ήθελα να τον πάρω αγκαλιά την ίδια στιγμή! »

Ούτε τι όμορφα μάτια, ούτε τι όμορφα πόδια.

Τους άκουγα -μέσω της Δήμητρας- και χαμογελούσα σα ξελιγωμένη.

Σε κάθε επέτειο στέλνει ο ένας στον άλλον ένα γράμμα, μαζί με μια ζωγραφιά για τη χρονιά που πέρασε. Στην ίδια διεύθυνση μιας και μένουμε μαζί.
Γδούπος. Αυτός που νομίζεις ότι θα σε ξεκουφάνει γιατί το ηχητικό κύμα του ταλαντεύεται με συχνότητα χιλίων μεγκαχέρτζ.

Πριν επιστρέψουν στη πόλη μου ζήτησαν  να ζωγραφίσω κάτι, σαν ανάμνηση της γνωριμίας μας και κάναμε μια ανταλλαγή.
Αντιλαμβάνεστε η αγαρμποσύνη μου τι επίπεδα καλλιτεχνίας άγγιξε.
Έκανα κάτι που μπορείς να πεις ότι έμοιαζε με εναλλακτικό βινύλιο. Σε χρώμα κίτρινο.

Συντάκτης: Ξένια Μπολομύτη