Δε θα με πείσετε.
Όσα επιχειρήματα, όσα ειρωνικά και παιχνιδιάρικα χαμογελάκια και αν μου μοστράρετε, γαρνιναρισμένα με δήθεν ανεπανάλητα «βιώματα» συνοδευόμενα με την «απελευθέρωση» του έρωτα, μία λέξη θα παράγει ο στόμας μου: μπούρδες.
Μεγαλοπρεπέστατες και ανεκδιήγητες μπούρδες.
Friends with benefits, οι σχέσεις εκσυγχρονίζονται και για να μη μένεις μόνος όταν σου κάνει κούκου, αράδιασε τη λίστα των συμμετεχόντων και άρχισε τα τικ.
Πώς σου σκάει ρε παιδί μου, να φας μακαροναδούμπα με κιμά σήμερα, έτσι σκάνε και οι κατά συρροή «ευεργέτες» της φλεγούσης ορμονικής εκρήξεως.
Ναι ναι, όπως το λες, είμαι οπισθοδρομική και πουριτανή.
Θες να με πεις και φανατίλα;
Ακόμα καλύτερα, είμαι φανατική οπαδός του έρωτα, που δεν εκβιάζεται από φτηνές μεταμοντέρνες χύτρες ταχύτητας.
Μου αρέσει το φαγητό μου να ψήνεται σε χαμηλή φωτιά, να δραπετεύει η μυρωδιά του στις γειτονιές, να ψάχνω ακόμα τη δοσολογία στο αλάτι και το πιπέρι.
Να το καταναλώνω τελετουργικά όπως του αρμόζει και όπως αρμόζει και στα έσωθέν μου.
Θα μου πεις τώρα, εσύ τι πρόβλημα έχεις κυρά μου, πάνω σου κάθονται;
Πάνω μου δε θα κάθονταν έτσι και αλλιώς καλό μου βαμπιράκι, αλλά έρχονται και στριμώχνονται διεκδικώντας θέση στη συνείδησή μου.
Και ξέρεις γιατί;
Γιατί είναι πολλοί, είναι περισσότεροι όσοι νομίζεις, είναι κρυμμένοι σε ντουλάπες, κάτω από κρεβάτια, πίσω από κουρτίνες, όπως ο μπαμπούλας της παιδικής μας ηλικίας.
Και έχω θέμα με αυτόν τον μπαμπούλα της ντουλάπας.
Γιατί χρόνια προσπαθώ να τον ξορκίσω, αλλά έρχεται ο διαολεμένος σαν τη Λερναία Ύδρα.
Πας να κόψεις ένα κεφάλι και αντί για δύο, βγαίνουν εικοσιδύο!
Και λες εντάξει, αν συμφωνήσουν οι παίχτες στη διεξαγωγή του παιχνιδιού κάτω από τους ίδιους κανόνες, ξέρεις, «δε χωράνε έρωτες, θα περνάμε καλά, δε θα παίξει κάτι σοβαρό», κουνάς το κεφάλι αδιάφορα και το ρίχνεις στο γυαλό.
Ε, πες μου τώρα εσύ καλό μου βαμπιράκι, ένα παιχνίδι -οποιοδήποτε σε προκαλώ!- όπου δεν σημειώθηκε φάουλ, κόκκινη, κίτρινη κάρτα.
Ακόμα και στο squash με αντίπαλο το τοίχο, έχεις να φας μπαλιά στη μούρη που θα πέσει μετά η κομπρέσα σύννεφο!
Και μη τολμήσεις να προβάλεις το επιχείρημα των καταραμένων ποιητών «αν δεν το δοκιμάσεις δεν μπορείς να κρίνεις», γιατί ατύχησες.
Δεν ανήκω στη κατηγορία «ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό».
Δεν χρειάζεται να γίνω κοκαϊνοπότισα του έρωτα ρουφώντας φοβισμένες ηδονές και πετώντας έτσι αδίστακτα, τον εαυτό μου πρώτα, στην καρμανιόλα των σχέσεων.
Πόσες φορές θα γίνω η Εύα σου για να εξιλεωθείς;
Δοκίμασε μια νύχτα εκεί που παλεύεις να μείνεις μόνος μαζί με τον μπαμπούλα, να τον κοιτάξεις κατάματα.
Χωρίς μήλα, χωρίς παραδείσους και επικείμενες κολάσεις, χωρίς ντροπή για τη γύμνια σου, χωρίς φόβο μα με πάθος.
Πάθος για την αλήθεια σου, πάθος για εκείνο το παιδί που χάνεις.
Μην τη φοβάσαι ρε την αλήθεια σου, τι έγινε και αν έμεινες «στεγνός» για ένα χρόνο;
Τι έγινε και αν όλοι γύρω σου είναι ζευγάρια και εσύ βολοδέρνεις να βρεις το άλλο μισό;
Ποιος σου είπε ότι είσαι λιγότερος από αυτούς;
Tι είσαι; Σκαρπίνι που έχασε το δεξί του και θα τραβολογιέσαι στα εργοστάσια παραγωγής παπουτσοειδών μπας και «βολευτείς»;
Το βόλεμα είναι το Ναγκασάκι στον έρωτα, θα ψάχνεις και τη σκιά σου στο τέλος και ό,τι θα έχει απομείνει θα είναι ο μπαμπούλας πάνω στο κρεβάτι να αιωρείται.
Οι φίλοι είναι εκεί για το μοίρασμα καλό μου βαμπιράκι.
Όχι για να μπαίνουν σε λίστες αναμονής και κουτάκια προς τικάρισμα.
Άπαξ και μοιραστείς τη σάρκα, είσαι εκτεθειμένος, δεν είσαι πια εσύ, γίνεσαι εσύ και άλλοι τόσοι ή απλά ακόμα ένας.
Και πες ότι παρασύρθηκες και η αδυναμία σου στάθηκε πιο δυνατή.
Και άρχισε να σε πλακώνει και ζορίζεσαι μη χύσεις κανά δάκρυ.
Τρέχα, τρέχα και άρχισε να κλαις, πλάνταξε αν χρειαστεί.
Άνοιξε τη ντουλάπα. Φώναξε το μπαμπούλα. Μετά πήγαινε στο καθρέφτη.
Μη φοβηθείς.