Σκέφτομαι τα γράμματα που έστελνες εκείνα τα χρόνια, που ακόμα τα δάχτυλα έτρεμαν από χαρά, αγωνία, λύπη, θυμό εις αναμονή της παραλαβής τους.

Τις αναπνοές που άλλοτε εξέμπεμπαν SOS και άλλοτε σαν μεταξένια άμμο, στροβιλίζονταν ανάμεσα στις λέξεις, το μελάνι, το χαρτί που δε σου έφτανε και ας έγραφες μέχρι την ακρογωνία του, κόβοντας λέξεις, μουτζουρώνοντας τις παλάμες σου, το σεντόνι, το μαξιλάρι, το βρώμικο t-shirt σου.

Αυτή η μυρωδιά από μελάνι, από bic διαρκείας – που ανάθεμα τη διάρκεια!-, από μολύβια μισοξυσμένα και χιλιοσπασμένα σε κάθε γωνία, από αυτό το αγαπημένο σου, που έφτανε στο τέλος και εσύ εκεί, να αγκομαχάς πασχίζοντας να το φτάσεις το τελευταίο εκατοστό της ζωής του.

Τα γραμματόσημα μου κολλούσες θεόστραβα από τη λαχτάρα της στιγμής του «τσακ», που θα έπεφτε ο φάκελος στο κουτί αποστολής.

Τα δευτερόλεπτα αυτά που κρατούσες την εισπνοή σου, μέχρι που αυτός θα κυλήσει σα σταγόνα βροχής επάνω σε εκατοντάδες άλλους.

Ώσπου να γίνουν όλοι καταιγίδα, ανεμοστρόβιλος, που στη διάβα τους, θα ξεπηδήσουν καρδούλες κοκκινοκίτρινες, δάκρυα σταλακτίτες, χασμουρητά ντυμένα νες-καφέ ή βότκα δεύτερης διαλογής, νότες μεθυσμένες έρωτες και όνειρα, που έπλεκες χωρίς να ξέρεις ακόμα τι θα πει φόβος.

Μπορεί και έτσι στα κλέφτικα να ξεγλιστρούσε και χασισοκαπνός, γιατί πως να το κάνουμε, είχες και αυτό το ρημάδι να σε κυνηγά, θεριό αγάπης εσύ, θεριό του λυτρωμού σου αυτό.

Σκέφτομαι τους ταχυδρόμους, τα δακτυλικά τους αποτυπώματα, που μαζί με τα δικά σου και ποιος ξέρει πόσα ακόμα, επισφράγιζαν το μύθο.

Αυτά ήταν τα γράμματά σου ψυχή μου. Ο μύθος σου, που χόρευε τανγκό μαζί με άλλους. Πρόσωπα  στη γη, τον αέρα, την θάλασσα, ταξιδιάρικα φεγγάρια και ήλιοι από πλανήτες που δεν ανακαλύψαμε ακόμα.

Το δρασκέλισμα της φωνής σου είναι. Το σ’αγαπώ σου, που από τους καραδασμούς, κάθε φορά θαρρείς και το γραμματοκιβώτιο αιωρούνταν ή άλλαζε μια θέση προς τα δεξιά.

Πάντα προς τα δεξιά. Ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί. Λες να ‘ ταν οι δείχτες, που βιάζονταν και αυτοί να δραπετεύσουν μαζί με τις λέξεις;

Δε σου άρεσαν τα «φτιαξιδώματα», έλεγες.

Κανενός είδους σαμποτάζ δε σου ταίριαζε μωρό μου.

Γινόσουν λύκος, από αυτούς, που ξέρεις ότι θα μείνουν αθάνατοι, γιατί κανείς δε θα τολμήσει να τους κοιτάξει κατάματα.

Καμιά νοθεία στη ψυχή σου δε χωρούσε. Άγρια και αυτή, περιπλανιόταν στις βραχονησίδες του μυαλού σου.

Έτσι και τα γραμματά σου. Σαν το Ζορμπά ή τον Γιάννη Αγιάννη ξεπηδούσες ανάμεσα σε ορνιθοσκαλίσματά και σταγόνες από ιδρώτα.

Τα χρόνια όμως περνάν Γιάννη Αγιάννη και ο κόσμος ακόμα δεν έμαθε να συγχωρεί.

Σήμερα έλαβα ένα γράμμα. Ανάμεσα σε λογαριασμούς, τραπεζικές ενημερώσεις, διαφημιστικά – τι διάολο, ολόκληρο «no junk mail», στραβοί είναι;- , όλα με ίδια γραμματοσειρά.

Kαι εγώ μία δική τους τέτοια είμαι.

Φτιαξιδωμένοι φάκελοι.

Ο άλλος όμως στάζει χρώμα μπλε, χειρόγραφο, μουτζούρα από πίσω.

Τσακ.

Η σταγόνα της βροχής.

Ο κραδασμός.

Εσύ, το λερωμένο t-shirt, η μυρωδιά από ξεραμένο καφέ.

Θα τον κρατήσω φυλαχτό μέχρι το βράδυ, να γίνουν οι λέξεις σου προσευχή πριν κοιμηθώ.

Συντάκτης: Ξένια Μπολομύτη