Σου έχω πει ποτέ ότι δε χορταίνω να σε βλέπω, να σε αγγίζω; Τα καλοκαίρια πάντα σε αγαπώ περισσότερο. Αυτή η αλμύρα στο στόμα σου από τον ιδρώτα και η μυρωδιά της θάλασσας στα μαλλιά σου με ταξιδεύουν. Ξέρεις πόσο τη λατρεύω τη θάλασσα. Ξέρεις πόσο λατρεύω εσένα. Εσύ, η θάλασσα κι εγώ κάτω από τ’ αστέρια, με την πανσέληνο αρχηγό, και γύρω μας κανείς. Τι λες; Ξέρω, βαριέσαι τα ρομαντικά σκηνικά και τις υπερβολές στον έρωτα. Όμως για ένα βράδυ, κάνε μου αυτή τη χάρη και δε θα το μετανιώσεις. Μόνο για μια φορά, κι ας μην το μάθει κανείς.

Ξέρω ένα μέρος ανάμεσα σε βράχια, έξω απ’ την πόλη. Θα φορέσουμε ό,τι πιο απλό έχουμε, θα πάρουμε ένα μπουκάλι κρασί και θα πάμε προς τα κει. Εσύ κι εγώ. Σώματα και ψυχές γυμνά. Κρύα αστεία, γέλια, πειράγματα, μούτρα κι αγγίγματα, ό,τι κάνουμε και πίσω από πόρτες κλειστές, μόνο που εδώ η άμμος θα καλύπτει απαλά τα σώματά μας.

Θα σε πάρω απ’ το χέρι και θα σε τραβήξω στο νερό. Μη φοβάσαι, είναι πιο ζεστό και πιο γλυκό το νερό το βράδυ. Θα φιλάω την αλμύρα στα χείλη σου, θα σε αγκαλιάζω και θα αγκαλιάζω μαζί σου τη θάλασσα. Σαν να το βλέπω. Θα βουτάς και θα τρομάζω, θα με σηκώνεις στους ώμους και θα πέφτω, θα πηδάμε από βράχια χέρι-χέρι και θα ντροπιάζουμε τις πιο ωραίες καρτ ποστάλ.

Κι όταν κουραστούμε θα βγούμε στην αμμουδιά. Θα ξαπλώσουμε, θα γελάμε και θα κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Θα μουρμουράμε τραγούδια που αγαπήσαμε, που μας σημάδεψαν, αυτά που μας εκφράζουν. Η ώρα θα περάσει. Θα με σκεπάσεις με την πετσέτα για να μην κρυώνω και θα με βάλεις στην αγκαλιά σου. Καταφύγιο. Θα κλείσουμε τα μάτια και οι παφλασμοί, υπνωτικά, θα λένε όσα χρειάζεται.

Το πρώτο φως της ημέρας θα με βρει κουλουριασμένη στην αγκαλιά σου. Μια νύχτα που μοιραστήκαμε εγώ, εσύ κι η θάλασσα. Κι ας γίνει ό,τι θέλει μετά.

Πού θα είσαι το επόμενο πρωί – θα με αγαπάς το ίδιο ή θα έχεις ξεχάσει;

 

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα: μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.

(Ντίνος Χριστιανόπουλος)

Συντάκτης: Πράξια Αρέστη