«Δε σου ζητώ να με φιλήσεις, ούτε να ζητήσεις συγγνώμη όταν πιστεύω ότι έχεις κάνει λάθος.

Ούτε ακόμη θα σου ζητήσω να με αγκαλιάσεις όταν το χρειάζομαι περισσότερο.

Δε σου ζητάω να μου να μου γράφεις κάτι όμορφο, ακόμα κι αν είναι ψέμα.

Δε θα σου ζητήσω ούτε να μου τηλεφωνήσεις και να μου πεις πώς πήγε η μέρα σου, ούτε να μου πεις ότι σου λείπω.

Δε θα σου ζητήσω να με ευχαριστήσεις για όσα κάνω για εσένα, ούτε να με φροντίσεις όταν η ψυχή μου είναι στα κάτω της και φυσικά δε θα σου

Ακόμη, δε θα σου ζητήσω να με ακούσεις όταν έχω χίλιες ιστορίες να σου πω.

Δε θα σου ζητήσω να κάνεις τίποτε, ούτε ακόμη να είσαι στο πλευρό μου για πάντα.

Γιατί εάν πρέπει να σου το ζητήσω, δε το θέλω πλέον.»

Φρίντα Κάλο Ι Επιστολές στον Ντιέγκο Ριβέρα

 

 

Αφιέρωσε λίγο χρόνο κι αναλογίσου τη δύναμη που κρύβουν αυτές οι προτάσεις. Είναι τρομακτικό το ποσό διαχρονικό είναι το μήνυμά τους. Αρκετά χρόνια πριν, η Φρίντα Κάλο είχε ήδη αντιληφθεί και περιγράψει το νόημα του έρωτα. Ή μάλλον καλύτερα, των σχέσεων. Γιατί το να ερωτευτείς είναι συνήθως πιο εύκολο από το να συμβιώσεις με έναν άνθρωπο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ο έρωτας κι η αγάπη δε συμβαδίζουν πάντοτε με τη σχέση.

 

 

Πόσες φορές ήρθε η χαρά και σε βρήκε στην ικανοποίηση μιας επιθυμίας σου από το ταίρι σου; Φαντάσου αυτήν τη χαρά επί δέκα φορές πιο δυνατή και πηγαία. Αυτό νιώθεις όταν κάποιος σου προσφέρει αυτό που θέλεις χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσεις. Σου το προσφέρει γιατί το θέλει κι αυτός, γιατί το νιώθει.

Δεν είναι απαραίτητες οι εντυπωσιακές κινήσεις ή οι κραυγαλέες δηλώσεις. Απαραίτητο είναι, στα σημαντικά, να θέλετε τα ίδια πράγματα την ίδια χρονική στιγμή. Να θέλετε να περάσετε χρόνο μαζί, να είναι προτεραιότητα για εσάς κι όχι αγγαρεία. Να θέλετε να ξαπλώσετε μαζί αγκαλιασμένοι. Όντως να το θέλετε κι όχι να συμβαίνει γιατί «έτσι κάνουν τα ζευγάρια». Να μη χρειαστεί να πείσει ο ένας τον άλλο, να μην είστε δικηγόροι κι αντίδικοι στην προσωπική σας υπόθεση.

Όποιος θέλει, βρίσκει τον τρόπο. Αγαπημένη ατάκα των πανταχού παρόντων γιαγιάδων. Μεγάλη αλήθεια που συνήθως ενοχλεί. Γιατί όλοι, λίγο ή πολύ, έχουν φτάσει σε κάποιο σημείο όπου αποφάσισαν να συμβιβαστούν με κάποια πράγματα, επειδή θεώρησαν ότι είτε ζητάνε πολλά -που είναι ως ένα βαθμό κι ώριμη αντιμετώπιση-, είτε ότι δεν άξιζαν τόσο αυτά που ζητούσαν, είτε γιατί αντιλήφθηκαν πως το να δίνει κανείς δεν είναι λίστα προς εκπλήρωση ούτε σφραγίδα της αγάπης, αν γίνεται με δυο και τρεις και εκατό παραγγελιές.

Όσο μαγική είναι η αμοιβαία έλξη, άλλο τόσο είναι και οι αμοιβαίες επιθυμίες. Κάθε φορά που σκέφτεστε το αμοιβαίο, το να σε θέλει αυτός που θέλεις κι εσύ, φανταστείτε τον Μπομπ Σφουγγαράκη στο υπέροχο gif, όπου σχηματίζει ένα λαμπερό ουράνιο τόξο και λέει: “Imagination”. Το συγκεκριμένο gif αποδίδει σαρκαστικά ένα σύνηθες φαινόμενο στις σχέσεις. Κι όντως, για τους περισσότερους ίσως είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας το να ενδιαφερθεί για αυτούς το αντικείμενο του πόθου τους. Ή από την άλλη, ίσως αποτελεί και το τέλειο παιχνίδι θυματοποίησης, για να μείνουν στάσιμοι σε αυτήν ακριβώς τη φαντασιακή απόρριψη.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις αμοιβαίες επιθυμίες. Πόσο σίγουρος είσαι πως σε αυτή τη φάση της ζωής σας θέλετε τα ίδια πράγματα με τους ίδιους όρους; Δεν είναι εύκολο να συγχρονιστούν οι επιθυμίες, πόσο μάλλον να συμβαδίζουν. Και ναι, θα κάνεις κάποιους συμβιβασμούς, θα αλλάξεις κάποιες συνήθειες, ώστε να βοηθήσεις τη σχέση σας να επιβιώσει και στην πορεία να εξελιχθεί. Το ίδιο κι ο σύντροφός σου. Κι ίσως ο ένας, να μην μπορείτε να το διακρίνετε στον άλλο, ίσως η γλώσσα που μιλάτε για τον έρωτά σας να είναι τόσο διαφορετική, τόσο ασυγχρόνιστη.

Σκέψου όμως να μη χρειάζεται να ακούς δυο ξεκούρδιστες κιθάρες να προσπαθούν να παπίξουν το τραγουδι σας. Να μη χρειάζεται, γιατί θα είστε στον ίδιο τόνο. Αμοιβαία έλξη από τη μία. Αμοιβαίες επιθυμίες από την άλλη. Και τώρα φαντάσου! Φαντάσου να τα έχεις και τα δύο.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Χρυσούλα Τ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου