Πόσες είναι άραγε οι φορές που αγωνιούσες να μάθεις κάτι αλλά φοβόσουν να ρωτήσεις; Ακόμα κι αν αυτό που ήθελες να ρωτήσεις ήταν κάτι το τελείως ανούσιο, το τελείως άσχετο, είτε ήταν από περιέργεια, είτε από καθαρή όρεξη για κουτσομπολιό, είτε από ενδιαφέρον, δε σ’ ένοιαζε. Ίσως βασικά να μην ένοιαζε κανέναν. Ένα είναι το σίγουρο γι’ εσένα- χωρίς σ’ αυτό να συνυπολογίζεται το άτομο που απευθύνεσαι. Ο φόβος που υπήρχε μέσα σου ήταν ο ίδιος, απλός, κοινός και κατανοητός. Ένας φόβος που κάθε άνθρωπος τον έχει. Έτρεμες, ανατρίχιαζες και για λίγα δεύτερα σταματούσες ν’ αναπνέεις, για την απάντηση που ενδεχομένως να πάρεις. Πάντα σκέφτεσαι πρώτα τον εαυτό σου και την επισφράγιση της ψυχικής σου ηρεμίας και γαλήνης.

Γι’ αυτό και πάντα φοβίζει αυτό το κομμάτι της επικοινωνίας. Ακόμη κι εάν αυτό που έχουμε να πούμε δεν τελειώνει με ερωτηματικό, δεν παύει όμως να χρήζει απάντησης και δεν παύει να μας αγχώνει αυτή. Έτσι λοιπόν, εδώ έρχεται ένα κοινό ερώτημα που μάλλον επιστημονικά, αλάνθαστη, αντικειμενική και τεκμηριωμένη απάντηση, να μη δοθεί ποτέ. Είναι τελικά καλύτερο να ξέρουμε ή όχι κάποια πράγματα; Μπορεί εσύ στο μυαλό σου να μπορείς να φανταστείς την απάντηση, ακόμα και να τη σκηνογραφήσεις σε ένα υποθετικό σενάριο, να μορφοποιήσεις το πρόσωπο του συνομιλητή σου και να του δώσεις όλες τις εκφράσεις που ταιριάζουν με την περίπτωση. Αλλά θα είναι άραγε στην πραγματικότητα κι όχι στη φαντασία σου, η σωστή απάντηση; Θα είναι αυτή, η ίδια, που θα ήθελες να ακούσεις; Μήπως τελικά, τόσο στη ζωή όσο και προσωπικά, δεν υπάρχει καν σωστή και λάθος απάντηση σ’ αυτό που ρωτάς κι είναι όλα θέμα οπτικής και στιγμιαίου συναισθηματισμού;

Οι άνθρωποι δεν είναι ρομπότ φτιαγμένα με οδηγίες χρήσης έτσι ώστε να μπορούμε να ελέγχουμε όχι μόνο την κάθε τους κίνηση αλλά και το κάθε τους λόγο και σκέψη. Αυτό φέρνει την πραγματικότητα αντιμέτωπη με όλα αυτά που διψάμε να μάθουμε αλλά και την αμφιβολία που μας κρατά πίσω. Αυτά που μπορεί να μας άλλαζαν την ζωή, που μπορεί να μας έκαναν στιγμιαία χαρούμενος ή και χρόνια. Που θα μας κρατούσαν αισιόδοξους και ελπιδοφόρους.

Κάπως έτσι, η γοητεία της άγνοιας των πραγμάτων, των απαντήσεων, των σχεδίων κι ό, τι άλλο κάποιος μπορεί να προσθέσει, γίνεται ένα ερωτεύσιμο μαγνητικό πεδίο σκέψης, προσοχής κι ενδιαφέροντος για τον εκάστοτε άνθρωπο. Υπάρχουν βέβαια πολλοί που θεωρούν πως η άγνοια ταυτίζεται με το κενό ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως ταυτίζεται με την έλλειψη πλήρους αντίληψης της πραγματικότητας.

Βέβαια, οι περισσότεροι και των δύο ομάδων αρνούνται ν’ αναλάβουν το ρίσκο της υπόθεσης και ν’ αποκαλύψουν τα «κρυμμένα», είτε επειδή η άγνοια δεν τους επηρεάζει άμεσα είτε επειδή γουστάρουν να είναι μοναδικοί, ή/και μεταξύ των μοναδικών γνώστες των πραγμάτων.

Είναι δεδομένο λοιπόν, ο τρόπος διαχείρισης της άγνοιας θα είναι -κι είναι- διαφορετικός για τον καθένα. Κάπου εδώ, εμφανίζεται και το αστείο -εάν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι- της υπόθεσης. Βλέποντας τον άνθρωπο με τον οποίο συνομιλείς να περιμένει την απάντησή σου, μανιωδώς να σε κοιτά κατάματα με την ψυχή στο στόμα, δεν ξέρεις εάν είναι καλύτερο να τον κρατήσεις κι’ άλλο σε αγωνία ή να του δώσεις την απάντηση που απεγνωσμένα περιμένει. Εννοείται, πως τις περισσότερες φορές η καταλυτική ψήφος γέρνει προς τη δεύτερη περίπτωση κι ο λόγος ένας κι μοναδικός- ή κι όχι. Έχεις κι εσύ, σίγουρα πάνω από μία φορά, βρεθεί σε αντίστοιχη θέση κι ήθελες ο συνομιλητής σου να κάνει το ίδιο χωρίς καμία άλλη δεύτερη σκέψη.  Οπότε την επόμενη φορά που η θέση σου θα είναι πάλι αμφιταλαντευόμενη, διάλεξε να κάνεις αυτό που θ’ απελευθερώσει τη σκέψη, τόσο τη δική σου όσο και του συνομιλητή σου.

 

Συντάκτης: Στέλλα Μακρυανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου