Είναι ένα από εκείνα τα λατρεμένα Κυριακάτικα μεσημέρια που βυθίζεσαι στην θαλπωρή της οικογένειας. Το σπίτι μυρίζει από το φαγητό που ετοιμάζεται, οι γονείς σου κάνουν τις τελευταίες ετοιμασίες του τραπεζιού κι εσύ απολαμβάνεις τις αγκαλιές από τ’ ανίψια σου.

Πάντα λάτρευα τις αγκαλιές των παιδιών. «Ποιος δεν τις λατρεύει;» θα μου πείτε και θα ‘χετε δίκιο. Είναι τόσο αγχολυτικές! Σε κρατούν και νομίζεις ότι έχεις πέσει στους καλύτερους θεραπευτές ρέικι που έχεις συναντήσει, αφού η ανταλλαγή ενέργειας μαζί τους, σε αποφορτίζει από καθετί αρνητικό.

Οι συζητήσεις μαζί τους, σε κολλούν στον τοίχο. Είμαι 35 ετών και ποτέ στη ζωή μου δεν προσπάθησα τόσο πολύ να βρω μια καλή απάντηση σε ερώτηση, παρά μόνο όταν η ερώτηση προέρχεται από παιδί.

Δεν έχω βιώσει τη μητρότητα, αλλά ειλικρινά ποτέ μου δεν κατάλαβα τη φράση των γονιών «θέλω στο παιδί μου να δώσω τα φώτα μου, να του μάθω τη ζωή». Με μένα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Από τα παιδιά, μόνο παίρνω. Παίρνω συνεχώς.

Το παιδί είναι άνθρωπος έτοιμος, αγνός και τρυφερός. Εμείς του μαθαίνουμε να μην εμπιστεύεται γιατί ο κόσμος δεν είναι ιδανικός, να προσέχει γιατί στο μέλλον θα το εκμεταλλευτούν και πώς ν’ αντιλαμβάνεται πότε κάποιος το αγαπάει και πότε όχι.

Το κάνουμε όμως σωστά;

Μήπως τα παιδιά, θα έπρεπε να είναι εκείνα που θα μας διδάξουν την αγάπη και θα μας μάθουν να αντιλαμβανόμαστε ποιος μας αγαπάει και πότε; Μήπως διακρίνουν κάθε συναίσθημα καλύτερα από εμάς;

«Θεία μου, γιατί δεν έχεις παντρευτεί ακόμη;» με ρωτούν συνεχώς.

«Δεν είσαι ερωτευμένη;»

«Πού ξέρεις εσύ από έρωτα, Άννα;» απαντώ, για να πάρω την αφοπλιστική απάντηση.

«Είμαι ειδική στον έρωτα, γιατί έχω έρωτα πολλά χρόνια»

Έχει και έρωτα και κρατά πολλά χρόνια. Κουράστηκε από τα επτά της. Ας της πει κάποιος, πόσες φορές θα επαναλάβει αυτή τη φράση στη ζωή της, γιατί εγώ είμαι η θεία της και δε θέλω να την πληγώσω.

«Αγαπώ τον Ευθύμη πολύ καιρό, από τα νήπια και κάνω ότι μπορώ για να με προσέξει».

Από μικροί ξεκινάμε τα βαρέα, ανθυγιεινά του έρωτα. Συνεχείς προσπάθειες για να κερδίσουμε το ενδιαφέρον.

«Πώς καταλαβαίνουμε ότι κάποιος είναι ερωτευμένος;» τη ρωτώ.

«Όταν κοιτάς τον άνθρωπο που αγαπάς στα μάτια, ντρέπεσαι και γελάς συνέχεια. Κι όταν δεν τον παίζει κανένας, τρέχεις να του κάνεις εσύ παρέα.» Ορίστε! Κι άλλο σημάδι που γνωρίζουμε. Θέλουμε να περνάμε χρόνο μαζί του και κανείς να μη πληγώσει αυτόν που αγαπάμε.

«Οι άλλοι δεν το καταλαβαίνουν ότι τον αγαπάς, αλλά εκείνος το ξέρει, θεία. Κάθε φορά που σου ζητάει κάτι, εσύ του λες συνέχεια «ναι», ενώ κανείς άλλος δεν του το λέει, τόσες φορές. Μόλις το καταλάβει, αρχίζει κι αυτός να σου παίρνει λουλούδια, να σε βγάζει ραντεβού κι αν δεν τον θες συνεχίζει. Και μια μέρα, τον θες».

Πόσο απλά εξηγούν τα παιδιά τον έρωτα! Ο αθώος ρομαντισμός τους, η καθαρή τους κι άδολη καρδιά, βλέπουν όσα εμείς αγνοούμε. Κι αυτά δεν ντρέπονται για τις συνεχείς προσπάθειες έκφρασης της αγάπης τους, αφού δεν προσδοκούν τίποτα παραπάνω από ένα «κι εγώ σ’ αγαπώ». Ούτε γάμους, ούτε κοινωνικές καταξιώσεις, ούτε οικονομική ασφάλεια. Δε φιλτράρει το μυαλό τους τίποτα. Αγάπη μόνο, ρε!

«Να μου διαλέξεις εσύ έναν σύντροφο, Άννα, μιας και αναγνωρίζεις τον έρωτα καλύτερα» της λέω.

«Εντάξει! Αλλά θα πρέπει να πείσεις τη μαμά να με αφήσει να βγω έξω μετά τις 22.00 γιατί το βράδυ είναι έξω αυτοί που αρέσουν σε σένα. Θα σου διαλέξω τον καλύτερο. Θα μυρίζει ωραία, θα χει καθαρά, άσπρα δόντια, θα σου μιλάει γλυκά και θα σε αγαπούν κι οι φίλοι του».

Ούτε η κολλητή μου δεν μ’ έχει ψυχογραφήσει τόσο καλά. Ξέρει το παιδί ότι τα γούστα μου μάλλον κοιμούνται παραπάνω το πρωί και κυκλοφορούν πιο εύκολα το βράδυ;

Κι αυτό με τη μυρωδιά και την καθαριότητα; Ειλικρινά υπάρχει πιο ελκυστικό πράγμα;

Με τα παιδιά θα τα λέω, τα γκομενικά μου. Ίσως με βοηθήσουν να δω καλύτερα. Με την καρδιά κι όχι με τα μάτια. Για την εμφάνιση ούτε λόγος. Ξέρουν πως αυτό που μετράει, είναι τι κουβαλάει ο άλλος μέσα του, κάτι που εμείς όλο ξεχνάμε.

Οι παιδικές απαντήσεις δεν είναι φράσεις που πρέπει ν’ αγνοήσεις ή να γελάσεις. Πρέπει να σε προβληματίσουν. Μην υποτιμάμε τον έρωτα που μας αποκαλύπτουν τα παιδιά. Αυτός και μόνο αυτός είναι πέρα για πέρα αληθινός. Κι ο απλός τρόπος έκφρασής του, αυτός που πρέπει κι εμείς ν’ ακολουθούμε. Έχουμε ανάγει τον έρωτα σε επιστήμη, με στρατηγικές και δύσκολους χειρισμούς, ενώ θα έπρεπε στα μάτια μας να είναι όπως στα μάτια των μικρών παιδιών. Απλός κι όμορφος.

Όταν μεγαλώσουν θα πληγωθούν, θα μου πείτε, και θ’ αλλάξουν άποψη. Αν όλοι όμως αγαπούσαμε τον άλλον γι’ αυτό που πραγματικά είναι, θα ελκύαμε ανθρώπους που πραγματικά αξίζει ν’ ασχοληθούμε και οι απογοητεύσεις μας θα ήταν λιγότερες.

Ο μικρός Μάξιμος λέει ότι για να κατακτήσεις τη γυναίκα που θέλεις πρέπει να ‘σαι δυνατός και να της λες « Σ’ αγαπώ» πολλές φορές. Οι άνδρες μικροί, μιλούν γι ‘αυτά που νιώθουν. Μεγαλώνοντας, τους τα βγάζουμε με το τσιγκέλι.

Η Ελισάβετ ότι πρέπει να παντρευτείς αυτόν που σε κάνει να γελάς και που μαγειρεύει τις πατάτες τιγανητές κι όχι μαύρες στο φούρνο  – θα συμφωνήσω. Αυτή είναι αιτία χωρισμού.

Η Μαρκέλλα επιμένει ότι αυτός που σε αγαπάει πρέπει να μη λέει ποτέ «όχι» όταν του ζητάς να σε πάει μια βόλτα κι ο Δημήτρης ότι τα καλύτερα φιλιά είναι στο μάγουλο κι όχι στο στόμα.

Αγαπήστε όπως τα παιδιά! Αγνά, αθώα, τρυφερά, όπως πραγματικά θα έπρεπε να είναι η αγάπη μας. Σ’ αυτή την αγάπη, κανείς δε θα μπορεί ν’ αντισταθεί!

 

Συντάκτης: Μαριάμ Πολυγένη