Το «Πάμε πλατεία» δεν έγινε τυχαία σύνθημα στις παρέες. Ανέκαθεν οι πλατείες, ήτανε οι ωραιότεροι τόποι συνάντησης και τα καλύτερα ψυχικά καταφύγια. Το μάρμαρο, το μπετόν, το πλακάκι, όλα αυτά τα άψυχα υλικά έντυναν και συνεχίζουν να ντύνουν με τις καλύτερες αναμνήσεις, τη ζωή όλων. Και λέω «όλων» γιατί είμαι σίγουρη πως δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που δεν έχει ζήσει κάτι όμορφο, κάτι άσχημο, κάτι σημαντικό σε μια πλατεία.

Στρογγυλές, τρίγωνες ή τετράγωνες, οι πλατείες στέκουν πάντα εκεί και μας περιμένουν. Μας δέχονται όπως ακριβώς είμαστε. Χαρούμενοι, λυπημένοι, βιαστικοί, αραχτοί, με καλές ή και κακές συνήθειες, που μπορεί να έχουν ως αντίκτυπο την καταστροφή τους ή την δική τους διάρκεια στο χρόνο.

Οι πλατείες  προχωρούν στο χρόνο μαζί μας και εξελίσσονται κι αυτές όπως κι οι επισκέπτες τους.  Η πλατεία όπου συνήθιζα ν’ αράζω στα νιάτα μου γεμάτη πράσινο, με τα ψηλά της δένδρα και τις πικροδάφνες να χρησιμεύουν ως  φράχτης  απόκρυψης για να μη με δει ο πατέρας μου και καταλάβει πως έκανα κοπάνα από το βαρετό φροντιστήριο μαθηματικών, σήμερα είναι πόλος έλξης για μικρούς και μεγάλους. Στο κέντρο της «φύτρωσε» ένα φωτοβολταϊκό δένδρο τεχνολογίας που παρέχει φως μέσω λαμπτήρων τύπου led, ενέργεια για  φόρτιση κινητών τηλεφώνων και μια οθόνη αφής στον κορμό του για να πλοηγηθείς στο διαδίκτυο.

Έχουν αλλάξει πολλά στις πλατείες του τότε και στις πλατείες του σήμερα, αλλά η ανάγκη για να τις επισκεφθούμε θα παραμένει ανίκητη.

Εκεί μοιραστήκαμε τις σκέψεις και τις ιδέες μας στην παρέα, εκεί πήραμε τα ωραιότερα φιλιά, εκεί ακούσαμε τα μεγαλύτερα λόγια αγάπης, εκεί μας πλήγωσαν οι βαριές κουβέντες κάποιων και μείναμε να ποτίζουμε με τα δάκριά μας πικροδάφνες κι από εκεί περάσαμε την επόμενη μέρα φορώντας το μεγαλύτερό μας χαμόγελο για να δουν όλοι ότι αντέξαμε.

Εκεί συναντήσαμε τον έρωτα, τους κολλητούς, ακόμη κι εκείνη την αδιάκριτη γειτόνισσα που κάρφωσε στους γονείς μας ότι μας αγκάλιαζε ο «νεαρός με το σκουλαρίκι».

Εκεί, σε κάποιο παγκάκι χαράξαμε τα αρχικά μας κι ακόμη και σήμερα κρατιόμαστε να μη βγάλουμε από την τσέπη μας κάτι αιχμηρό για να χαράξουμε κάτι φιλοσοφημένο, κάτι σαν το «Υπάρχει μόνο μία επιτυχία: να ζήσεις τη ζωή σου έτσι όπως θέλεις εσύ» για να θυμίζουμε στους εαυτούς μας κάθε φορά που θα περνάμε από την πλατεία και θα το βλέπουμε ποιο είναι το αληθινό νόημα σε αυτή την ζωή.

Ευτυχώς, κάποιες καλλιτεχνικές ψυχές επιλέγουν τις πλατείες για να μοιραστούν μαζί μας το ταλέντο τους και να μας εκπλήσσουν ευχάριστα στον περίπατό μας.

Ζωγραφικές, χειροποίητα διακοσμητικά, κοσμήματα, graffiti και μπάντες που οι μουσικές τους γεννήθηκαν στον δρόμο.

Στην Ελλάδα της κρίσης, θα υπάρχει πάντα μια πλατεία όπου θα μπορείς να διασκεδάσεις ανέξοδα. Χωρίς το άγχος του χώρου αν θα βρεις «πρώτο παγκάκι πίστα»  χωρίς το θόρυβο να εμποδίζει τις συζητήσεις με την παρέα σου, χωρίς να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν γιατί ξαφνικά σου ήρθε να χορέψεις.

Όσοι βρίσκονται στις πλατείες καταλαβαίνουν!

Καταλαβαίνουν αυτή την ανάγκη για εναλλακτική διασκέδαση. Ξέρουν πόσο όμορφο είναι ν’ απολαμβάνεις σ’ ένα πεζούλι την μπίρα που αγόρασες με μόλις ένα ευρώ από το περίπτερο και να γελάς όσο πιο δυνατά μπορείς χωρίς να σε νοιάζει κανείς και τίποτα. Καταλαβαίνουν την ανάγκη μας για λίγο αυτοσαρκασμό, λίγη αποκοπή από τα δήθεν, λίγο «ξεφτιλίκι» . Σαν τα βιντεάκια του Dubsmash αλλά live και χωρίς μαγνητοσκόπηση. Όποιος μας απόλαυσε, μας απόλαυσε!

Όσο κι αν άλλαξαν μορφή με το πέρασμα του χρόνου, οι πλατείες εξακολουθούν να είναι τα σημαντικότερα σημεία συνάντησης και ό,τι ζεις ή συναντάς σ’ αυτές να είναι πιο ισχυρό σε σχέση με ό,τι έζησες σ’ ένα τραπέζι ενός πολυσύχναστου καφέ.

Άψυχες, αλλά γεμάτες από την αύρα των ανθρώπων που τις επισκέπτονται καθημερινά. Γεμάτες ιστορίες.

Τον Απρίλιο που μας πέρασε αφήσαμε λίγη από την δική μας αύρα στην πλατεία Κλαυθμώνος στην Αθήνα και στην πλατεία Αριστοτέλους στην Θεσσαλονίκη, μαξιλαροπολεμώντας κατά της βίας. Οι εικόνες και τα συναισθήματα που δημιουργήθηκαν μέσα μας εκείνο το μεσημέρι μπορούν να αντικατασταθούν μόνο με ακόμη ισχυρότερα που ευελπιστούμε να ζήσουμε στον μαξιλαροπόλεμο του 2016. Πήγαμε χαρούμενοι κι εξαντλημένοι από τα χοροπηδητά και τα γέλια, σε κοντινές ταβέρνες να φάμε και τις συζητήσεις μας  μονοπωλούσαν οι εξιστορήσεις του τόσο διαφορετικού εκείνου μεσημεριού.

Γι’ αυτό σας λέω! Σηκωθείτε από ντιβάνια, καναπέδες, καρέκλες, γραφεία, καφέ και κρεβάτια και ραντεβού στην πλατεία!

Στο παντοτινό μας καταφύγιο.

Συντάκτης: Μαριάμ Πολυγένη