Να σου πω την αλήθεια, δεν το περίμενα.

Όταν μπήκε το poll αυτό, στην αρχή της εβδομάδας, ήμουν σχετικά σίγουρη για την έκβασή του. Ξέρεις, πάνω-κάτω πάντα μπορείς να προβλέψεις τη γενική άποψη, γιατί συνήθως είναι αυτή που επικρατεί και στη ζωή σου ή τη ζωή των γύρω σου.

Ρωτήσαμε ποια θα ήταν η αναμενόμενη στάση μετά από μια χυλόπιτα. Νικητήρια απάντηση, με συντριπτική πλειοψηφία, ήταν αυτή που υποστήριξε πως η λογική και πλέον ξεκάθαρη αντιμετώπιση είναι η φυγή.

Το σκορ έναντι του «θα μείνω και θα επιμείνω» μέτρησε 70-30 κι εγώ αλήθεια σας το λέω, έμεινα μαλάκας. Έφτιαξα ένα τσάι, έστριψα κι ένα τσιγάρο και κάθισα να το φιλοσοφήσω, καθώς δε χωρούσε στον γυναικείο εγωισμό μου το γεγονός ότι έπεσα τόσο εκτός.

Και τότε συνειδητοποίησα το κλειδί της όλης υπόθεσης. Χωρούσε ολόκληρο σε δυο απλές κι ευρέως διαδεδομένες λέξεις που άκουγαν στο όνομα «ανθρώπινος εγωισμός».

Είμαστε τόσο εγωιστές που απαιτούμε από τον άλλο να νιώσει ακριβώς όπως εμείς, τη στιγμή ακριβώς που το επιθυμούμε κι αν γίνεται, να αντιδράσει και με τον τέλειο καθ’ ομοίωσίν μας τρόπο. Κι αν αυτή η τέλεια αντίδραση δεν υπάρξει –που ας μη γελιόμαστε πόσες πιθανότητες υπάρχουν γι’ αυτό– προτιμάμε να την κάνουμε για να μην εκτεθούμε περισσότερο.

Δε θέλω να προσβάλλω τα άτομα που πάτησαν περήφανα το κουμπί του «πάμε γι άλλα», αλλά αλήθεια ρε παιδιά, πόσο ντιβάρες είστε τέλος πάντων;

Ειλικρινά πόσο ψηλά έχετε τον εαυτό σας για να θεωρείτε πως αξίζετε κάποιον που θα παλέψει μέχρι αηδίας για να σας διεκδικήσει και να σας κατακτήσει, χωρίς εσείς να κάνετε, αν όχι κάτι αντίστοιχο, τουλάχιστον λίγη υπομονή;

Δε μιλάμε προφανώς για περιπτώσεις χρόνιας καψούρας και αντίστοιχης χυλόπιτας, εκείνη είναι άλλη κατηγορία κι αγγίζει το όριο του «δεν καταλαβαίνω το όχι ως απάντηση». Που για να είμαι ειλικρινής μέχρι κι αυτό με βρίσκει πιο κοντά του ιδεολογικά από το «ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις εμένα όχι».

Αυτός που σου λέει όχι, είναι ο άνθρωπος που γουστάρεις, που υποτίθεται πως έχεις συνειδητοποιήσει πως θέλεις κάτι σοβαρό μαζί του, όχι με την έννοια του γάμου, αλλά με αυτή της ξεκάθαρης επιλογής.

Είναι ο άνθρωπος που μπορεί να είναι μπερδεμένος, να θέλει βοήθεια για να καταλάβει τι θέλει ή απλά να καίει ελαφρώς αργά. Επομένως, πώς το βάζεις τόσο εύκολα στα πόδια από μια επιλογή σου;

Φοβάσαι την απόρριψη. Λογικό και ποιος δεν τη φοβάται. Μα αν το καλοσκεφτείς, την έχεις ήδη βιώσει, οπότε ουσιαστικά τη σφαλιάρα σου τη δέχτηκες. Τεστάρεις, ίσως, μήπως το όχι του δεν ήταν και τόσο όχι και θορυβηθεί με την απουσία σου και πέσει στα πόδια σου να σου πει ότι θέλει τα παιδιά σου. Μα όπως τεστάρεις εσύ, τεστάρει κι εκείνος και κινδυνεύετε να μείνετε στις δοκιμές.

Οι άνθρωποι δεν είναι καρεκλίτσες στο θέατρο, να γράφει το εισιτήριό σου σε ποια θα κάτσεις και να ξέρεις πως κανένας δεν μπορεί να στην πάρει γιατί την έχεις κατοχυρώσει. Είναι ζωντανά κινούμενα φορτία, που πρέπει να τρέξεις και να τα σηκώσεις για να μπορέσουν κι αυτά με τη σειρά τους όταν εσύ το χρειαστείς, να σε μεταφέρουν.

Και μπορεί ο επιμένων να μη νικά πάντα, μα έχει ένα σίγουρο πλεονέκτημα σε σχέση με εκείνον που βιάστηκε να το βάλει στα πόδια.

Δε χρειάστηκε ποτέ να ρωτήσει, τι θα γινόταν αν είχε μείνει. Και πίστεψέ με, το να τα έχεις καλά με τα απωθημένα σου, είναι πολύ πιο ξεκούραστο απ’ το να τρέχεις συνεχώς μακριά τους.

Μπορεί να πονάει λίγο παραπάνω, μα το τέλος, θα είναι από τις ελάχιστες φορές που θα σημαίνει τέλος. Κι η αρχή, έρωτας.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου