Ξέρεις μετά από όλα όσα έχουμε περάσει, μετά από όλους τους καβγάδες, τις υστερίες, τους παραλίγο χωρισμούς ή τα τηλεφωνήματα απελπισίας στις τέσσερις το πρωί, επειδή κάποιος απ’ τους δυο μας λύγισε, μετά από τόσα κι άλλα τόσα ξενύχτια εκεί που δεν έπρεπε να συμβούν ή εκεί που ήταν απόλυτα σωστό να γίνουν, μετά από τόσα φιλιά, τόσα λόγια ειπωμένα, τόσα βλέμματα κι υπονοούμενα, τόσα λάθη και τόσα σωστά, ξέρεις τι είναι αυτό που με φοβίζει περισσότερο απ’ όλα;

Θα εκπλαγείς, έτσι σου είχα πει ένα βράδυ που με έπιασε μια κρίση ειλικρίνειας. Αυτό που με φοβίζει περισσότερο απ’ όλα είναι ότι ξεχνάω. Ότι όσο περνάει ο καιρός, όσο περισσότερο ζούμε ο ένας μέσα απ’ τον άλλο, δε θυμάμαι τις λεπτομέρειες, δεν μπορώ να συγκρατήσω αυτά που τότε με έκαναν να αναπνέω. Δε θυμάμαι πια το πρώτο μας φιλί. Μπορεί να ξέρω τι φορούσα, μα δεν είμαι πια σίγουρη τι φορούσες εσύ, αν έκανε κρύο και τι μάρκα μπίρα κρατούσες στο χέρι.

Δε θυμάμαι αν εκείνο το βράδυ μου είπες το πιο κρυφό σου μυστικό, ή αν ήταν κάποια άλλη που απλά μπερδεύτηκαν στο κεφάλι μου ως αναμνήσεις. Κι είναι τόσες οι φορές πια, τόσα τα ξενύχτια, τόσα τα λόγια κι οι στιγμές, που δεν είναι πια όλα ξεκάθαρα. Ξέρεις πόσο με θυμώνει αυτό; Ξέρεις πόσες φορές νιώθω ότι το να ξεχνάς, σημαίνει ότι πια δε σε νοιάζει και τόσο; Μα πώς γίνεται εγώ, που θυμόμουν μέχρι και το αν φορούσες κάλτσες, εγώ που κρατούσα δευτερόλεπτα ανάμεσα στις αναπνοές μου, τώρα να ξεχνάω;

Να ξεχνάω πού ήμασταν, τι είπαμε, αν ήσουν εσύ ή το είχα πει με κάποιον άλλο, με κάποιο φίλο ή στην παρέα; Και τότε εσύ, μου απάντησες. Μου είπες πως οι άνθρωποι ξεχνάνε τι φορούσαν, ξεχνάνε τι είπαν ή τι υποσχέθηκαν, ξεχνούν τι έφαγαν χθες και πού έφυγαν τα λεφτά τους.

Πως είναι στη φύση τους, γιατί είναι πολύς ο κόσμος για να τον κρατήσεις στο μικρό σου κεφάλι ολόκληρο για πάντα. Κι εν τέλει, αυτό που μένει ανεξίτηλο, αυτό που ποτέ δε φεύγει όσο κι αν προσπαθήσεις να το διώξεις, είναι το πώς ένιωσες. Είναι το αν γελούσες ή αν έκλαιγες, αν χτυπούσε η καρδιά σου δυνατά ή αν πια είχε σταματήσει για ένα δευτερόλεπτο μέχρι να αποφασίσεις να αναπνεύσεις ξανά.  Άλλωστε το μόνο που μένει στο τέλος είναι η αίσθηση.

Τι αίσθηση είχες, πώς ήταν το σώμα σου, πώς καμπύλωνε ή τεντωνόταν, πώς ανέπνεε ή σφιγγόταν, πώς κινούνταν με ή χωρίς τις δικές σου εντολές. Γιατί όλη μας η μνήμη, όλες μας οι αναμνήσεις, εν τέλει είναι μια αίσθηση. Που μπορεί εν τέλει, να μην μπορεί καν να δοθεί περιγραφικά, που δεν αντλείται από βιβλία, φωτογραφίες ή λέξεις, είναι απλά μέσα μας, ζει και μεγαλώνει μαζί μας, όταν πια τα ρούχα ξεθωριάζουν και το τοπίο γίνεται θολό. Όταν πια δε θυμάσαι  το πρώτο φιλί, αλλά θυμάσαι εκείνο το δευτερόλεπτο αμέσως μετά. Εκείνη τη μικρή στιγμή αιωνιότητας που τίποτα και κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να σου την κλέψει.

Και τότε κατάλαβα. Κατάλαβα πως ακόμα κι αν ξεχάσω τα πάντα, ό,τι είπαμε και ζήσαμε και ζούμε τα τελευταία χρόνια, δε θα ξεχάσω ποτέ το πώς με κάνεις να νιώθω. Το πώς με εκνευρίζεις και με τσιτώνεις, το πώς με ηρεμείς και το πώς είμαι όταν έχουμε μέρες να βρεθούμε. Κι αυτό δε θα αλλάξει ό,τι χρώμα μπλούζα κι αν φορούσαμε εκείνη τη μέρα, είτε έβρεχε είτε είχε ήλιο. Άλλωστε μαζί, έχουμε ζήσει τα πάντα. Το μόνο που μένει είναι να τα ζήσουμε και δεύτερη φορά. Γιατί όχι;

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη