Έχω μια συνήθεια, συνήθως, το χαρακτηρίζω ελάττωμα. Συνδέω άρρηκτα πρόσωπα με μέρη. Με τόπους πολύχρωμους, αξιομνημόνευτους, συναισθηματικά φορτισμένους. Ένα πάρκο πλημμυρισμένο με δέντρα. Δέντρα με κορμό χρώματος καφέ, το καφέ των ματιών σου. Ένα μπαράκι, χωμένο κάπου σε ένα στενό στο κέντρο της Αθήνας. Μυρωδιά του αλκοόλ, θυμίζει τα χείλη σου. Ένα σινεμά, γεμάτο κόσμο, δυο χέρια σφιχτά δεμένα. Τα δικά μας. Μια ακρογιαλιά. Η αλμύρα, το άρωμα που μυρίζω απ΄το δέρμα σου. Ένα δωμάτιο. Το σώμα σου που καλύπτει το χώρο του. Διαχέεσαι κι εγώ να υποκύπτω. Είδες, γι’αυτό το αποκαλώ ελάττωμα. Γιατί έχει δύναμη. Γιατί όταν εσύ ή εγώ αποχωρούμε, εκείνο παραμένει. Έχει το θράσος να επιμένει. Προσπαθούμε να το τερματίσουμε μα εκείνο αναδύεται.

Μέρη όμορφα. Μέρη που έχω αγαπήσει. Μέρη που θα θυμάμαι πάντα. Μέρη που θα ορίζουν αυτό που είμαι, αυτό που έχω. Εδώ, όμως, μπαίνει το «αλλά». Στα ίδια μέρη δε θα ξαναβρεθούμε. Όχι τουλάχιστον όπως ο δολοφόνος γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος. Τίποτα δε μοιάζει ίδιο. Τίποτα. Ακόμη κι ο δολοφόνος έχει αλλάξει. Πώς μπορεί να είναι ίδιο το έγκλημα; Το έγκλημα της καρδιάς μας; Δεν μπορεί.

Μεγαλώσαμε, γρήγορα και πολύ. Καθώς και το χάσμα ανάμεσά μας. Πηγαίνοντας στα ίδια μέρη δε θα συναντηθούμε όπως τότε, όπως θέλαμε. Δεν είμαστε εκείνοι. Ο τρόπος αλλάζει. Συνακόλουθα, κι ο τρόπος που αναβιώνουμε τα «μέρη» εκείνα. Ποια η ουσία;

Εξάλλου, γιατί να βρεθούμε; Τι είναι ίδιο με τότε; Γιατί να πάω χωρίς εσένα; Είναι εύκολο πια να ξεχωρίσω πως δεν ήταν το πάρκο που μου άρεσε.Ήταν ότι ήμασταν μαζί στο πάρκο αγκαλιά. Δεν ήταν το συνηθισμένο μπαράκι που με είχε κερδίσει με τη χαμηλή jazz μουσική του και τους περίεργους τύπους, που κυκλοφορούσαν στο χώρο σαν κομπάρσοι από ταινία και πάντα τους ζήλευες. Ήταν το μεθύσι σου, το τσιγάρο που καπνίζαμε μαζί, ακόμη κι η ίδια η ζήλια σου.

Και μιας και τα συζητάμε όλα, πώς να βρεθούμε στο ίδιο μπαράκι; Αφού το μόνο που απέμεινε όρθιο εκεί μέσα είναι οι αναμνήσεις μας. Μαζί με το τέλος των ονείρων και της σχέσης μας έκλεισε κι αυτό, θαρρείς την πλήρωσε για τα δικά μας λάθη ή τις δικές μας ατυχίες. Ξέρω πως και στο δικό σου μυαλό το μπαράκι αυτό άνοιξε για να ζήσουμε όσα ζήσαμε κι έκλεισε όταν πια δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε άλλες σκηνές στην ταινία μας.

Στα μέρη αυτά δε θα ξαναπάω και δεν θα ξαναπάς. Μοιάζουμε τόσο που ξέρω πως ούτε εσύ θέλεις να τα συνδέσεις με άλλους ανθρώπους. Ούτε εσύ θες να δημιουργήσεις καινούριες εικόνες μαζί τους, πολύ απλά γιατί όσες ήδη έχεις, αρκούν για να γυριστεί ρομαντική ταινία πιο γραφική κι απ’ το Ημερολόγιο.

Κακά τα ψέματα, κυρίες και κύριοι. Ο ρεαλισμός θα είναι πάντα η καλύτερη λύση για να αντιμετωπίζουμε τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής. Δε θέλω να πάω κόντρα στους ονειροπόλους, στη ζωή, εξάλλου, ο καθένας επιλέγει το δικό του μονοπάτι για να ακολουθήσει. Όμως, επιτρέψτε μου να σας πειράξω λίγο το μυαλό και να σας ρωτήσω, πώς θα ήταν τα πράγματα αν τα βλέπαμε διαφορετικά απ’ ό,τι μας τα παρουσίαζαν μεγαλώνοντας; Πόση λογική χωράει στο να αφήσω έναν στίχο να γίνει τρόπος ζωής;

Όπως τα μάτια δεν αλλάζουν χρώμα, έτσι κι εμείς δε θα ξαναβρεθούμε στα ίδια μέρη. Αν αλλάξουν τρόπο να κοιτάνε, τότε σίγουρα δε θα κοιτάνε εσένα πια.

Συντάκτης: Λένα Δεληγιαννίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη