Κάποτε ήμουνα μικρή κι έπαιζα με αυτοκινητάκια. Είχα τρία, ένα κόκκινο ένα μπλε κι ένα, το πιο όμορφο, λευκό. Ήταν το αγαπημένο μου. Δεν ξέρω γιατί, πάντα με συνάρπαζε η απλότητα αυτού του χρώματος. Φαινόταν πάντα καθαρό κι είχε ένα φως, δικό του. Το αγαπούσα αυτό το λευκό αυτοκινητάκι. Μετά μου είπαν πως τα κορίτσια δεν παίζουν με αυτοκινητάκια. Κι εγώ τους πίστεψα. Μου είπαν πως το αγαπημένο μου χρώμα πρέπει να είναι το ροζ, γιατί αυτό πάει καλύτερα στα κοριτσάκια.

Κι εγώ τους πίστεψα. Τα έβαψα όλα ροζ, το δωμάτιό μου, τα παιχνίδια μου, την ψυχή μου. Μπήκαν τα αυτοκινητάκια μου σε ένα κουτί, κρύφτηκαν στην ντουλάπα. Μετά, μεγάλωσα και πήγα στο γυμνάσιο. Κι ήταν ένα κορίτσι, όμορφο, έτσι μου φαινόταν, με τις μπούκλες του να μου θυμίζουν, κάπως, το λευκό μου αυτοκίνητο. Έλαμπαν κι αυτές, με το δικό τους φως. Ήταν ένα κορίτσι. Μα ήμουν κι εγώ άλλο ένα, ένα κορίτσι με ροζ ψυχή, χωρίς αυτοκινητάκια. Μου είπαν πως πρέπει περισσότερο να αγαπάω τα αγόρια, πως κάποια στιγμή θα αγαπήσω ένα και θα το παντρευτώ, πως θα φοράω ένα άσπρο φουντωτό φόρεμα και θα χαμογελάω. Κι εγώ σκέφτηκα πως θα ήθελα να είναι ροζ.

Κι αγάπησα τα αγόρια. Για να μου το πουν, κάτι θα ήξεραν. Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ γύρω μου έβλεπα πολλά κορίτσια να αγαπούν πολλά αγόρια κι είπα μέσα μου πως αυτό, μάλλον, θα γίνεται στον κόσμο. Το είδα στις ταινίες, το είδα στο δρόμο, στα βιβλία, στους γονείς μου. Ξέχασα τα αυτοκινητάκια.

Κι έμαθα τους τρόπους τους «σωστούς», αυτούς που το ροζ συναντούσε το μπλε. Έμαθα τι πρέπει να κάνουν τα κορίτσια, πώς πρέπει να είναι τα αγόρια, έμαθα πώς τονίζονται οι λέξεις και πώς ακούγονται οι φωνές. Έμαθα να είμαι κορίτσι σωστό. Κι αν ποτέ το ξεχνούσα, κάποιος καλός άνθρωπος που ήξερε από τέτοια, μου θύμιζε πως «κορίτσι πράμα» δεν πρέπει να παρεκκλίνω.

Ροζ μέσα, ροζ έξω, ροζ οι τοίχοι, τα τετράδια, τα ρούχα, ροζ οι λέξεις, το επάγγελμα, ροζ οι αποφάσεις και τα όνειρα. Μέχρι που κάποιος κάποτε μου είπε να πάω σε ένα θεατράκι, σε μια μικρή σκηνή που ακόμα ζούσαν χρώματα. Και πήγα, περίεργη κι ανυποψίαστη, να δω πώς γίνεται να υπάρχει κι άλλο χρώμα, αφού εγώ δε θυμόμουν να έχω ξανασυναντήσει.

Είδα και μοβ και γαλάζιο και γκρι και κόκκινο, αυτό της φράουλας, είδα ανθρώπους, κοίτα να δεις. Δεν είδα αγόρια ούτε κορίτσια, είδα σώματα, καρδιές, χαμόγελα, είδα λευκό. Θεέ μου, πόσο λευκό, μαζεμένο σε μια αίθουσα. Και το ‘δα κι έξω. Νόμιζα πως δεν υπήρχε, μα τελικά είχα ξεχάσει να παρατηρώ. Μα το έξω είναι αλλιώς.

Όλο αυτό το χρώμα, σκέφτηκα, γιατί να θες να το φιμώσεις; Κοίτα πόσο όμορφα φωτίζει τον κόσμο! Κοίτα πόσους ανθρώπους δεν έχεις αφήσει να σε γνωρίσουν, επειδή το χρώμα τους ξέχασες πως υπάρχει; Και τι πάει να πει «πρέπει»; Κι αν όλοι αυτοί, μπορούν και δε φοβούνται, τότε εγώ γιατί;

Κάποτε είχα ένα φίλο, που ντράπηκε να μου πει πως είναι gay. Ντράπηκε να μου πει πως έχει αγάπη μέσα του, λες κι αυτό είναι κακό. Μα η αγάπη, πάντα αγάπη θα είναι, θα έχει όλα τα χρώματα κι όλες τις μυρωδιές και ποτέ μα ποτέ δεν μπορεί να είναι λάθος. Κι αν την πολεμούν κι αν την κρίνουν και την περιφρονούν, είναι επειδή φοβούνται.

Δεν πειράζει. Όλοι εκείνοι που μας δίδαξαν, κάποτε θα μπορέσουν κι αυτοί με τη σειρά τους να καθίσουν και να μάθουν. Θα γίνει, θα είναι δύσκολο, θα πάρει χρόνο, αλλά θα γίνει. Εγώ, πάντως, το άσπρο μου αυτοκινητάκι το φύλαξα. Θα το δώσω κάποτε στο δικό μου το παιδί, όπως μου το έδωσε η δική μου η μαμά και θα του πω να μη φοβάται. Γιατί τα χρώματα, είναι για να μπερδεύονται. Αλλιώς ποτέ κανένας δε θα γνώριζε τι είναι οι αποχρώσεις.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου