Έλα και κάθισε λίγο, να τα πούμε. Ξέρεις, μικρέ μου σπόρε, εμείς τα αδέρφια σπάνια θα μιλήσουμε συναισθηματικά, σπάνια θα πούμε «μου λείπεις» ή «σ’αγαπάω». Είναι λες κι οι λέξεις κολλάνε στο λαιμό, λες κι ο δεσμός μας είναι τόσο ισχυρός, που οι λέξεις είναι ίσως φτωχές για να ακουστούν. Περιττές.

Ξέρεις, θυμάμαι ακόμα όταν ήρθες στη ζωή και μου πήρες το θρόνο, όταν έγινες εσύ το νέο μέλος, το προστατευόμενο, ο μικρός. Ζήλεψα, δε θα σου πω ψέματα, μα τώρα πια σκέφτομαι πως είναι η πιο άξια παραχώρηση που έκανα ποτέ. Ήμουν πάντα λίγο μάνα και φίλη μαζί, έμεινα δίπλα σου όταν έγδαρες τα γόνατά σου ξανά και ξανά, όταν πιστέψαμε πως ζεις από τύχη μετά απ’ όλα τα ατυχήματα που σου συνέβησαν, όλες τις σκανταλιές και τις αταξίες που προκάλεσες. Ήμουν δίπλα σου και σε είδα να μεγαλώνεις, να βαραίνει η φωνή σου, να μεγαλώνουν τα χέρια κι οι ώμοι σου κι από ‘κει που σε σήκωνα στα χέρια μου, τώρα η δική σου αγκαλιά με χωράει ολόκληρη.

Μεγάλωσες μικρέ μου σπόρε κι έγινες πια ολόκληρος άντρας, έμαθες να κλαις και να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου, έμαθες να διεκδικείς και να μας βγάζεις όλους ψεύτες κάθε φορά που σε αμφισβητήσαμε για χαζομάρες. Έμαθες για τη φιλία, την απώλεια και να τώρα, που ανοίχτηκε μπροστά σου αυτή η πόρτα που, αν ανοίξει, δεν ξανακλείνει ποτέ.

Περί έρωτος λοιπόν κι εσύ μικρέ μου σπόρε ρίχτηκες αβοήθητος στη μάχη, έτοιμος να γρατζουνιστείς και να ματώσεις, μη έχοντας ιδέα αν και πόσο πονάει. Δε θα σου πω να προσέχεις, δε θα σου πω να φυλαχτείς στιγμή. Δε θα σου δώσω συμβουλές και λύσεις για να το ξεπεράσεις, γιατί θέλω να το ζήσεις.

Κι αν θελήσεις μέσα στον πρώτο σου έρωτα να είσαι βαρύς και σκληρός, εγώ θα ξέρω πως μέσα σου είσαι ακόμα εκείνο το χαμογελαστό σκανταλιάρικο διαβολάκι που καίγεται για ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Δε θέλω ποτέ να το ξεχάσεις αυτό, μ’ακούς;

Κι αν είναι να σε πληγώσει όλο αυτό το κάψιμο, αν είναι να πονέσεις και να κλάψεις, εδώ θα είμαι εγώ να σου προσφέρω χαρτομάντιλα κι ένα ποτήρι ουίσκι κρυφά από τη μαμά. Θα πιούμε, θα βρίσουμε, θα προχωρήσουμε. Κι αν πάλι πετύχει και νιώσεις πως δεν πατάς πια στη γη, πως εκείνη είναι ο λόγος που αναπνέεις, δε θα σου πω να φυλαχτείς, γιατί ούτως ή άλλως πάντα θα σε βρίσκει ο έρωτας.

Τον έρωτα, πάντα έτσι αξίζει να τον ζούμε. Σαν τον πρώτο μας. Σαν να μην ξέρουμε αν πονάει, αν τελειώνει, πόσο διαρκεί. Απελευθερωμένοι και ρομαντικοί, με κόκκινα μάγουλα από ντροπή και ραβασάκια στα χέρια. Κι αν σε κοροϊδέψουν και γελάσουν μαζί σου, εσύ να μη σκύψεις το κεφάλι και να μην ντραπείς στιγμή.

Βρε βλάκα, αφού το ξέρεις, δε θα αφήσω κανέναν και ποτέ να σε πειράξει. Αυτό θα σου πω τελικά. Αφέσου να το ζήσεις κι αν χρειαστείς κάποιον να σε κοροϊδέψει για τις καρδούλες που έχεις πια αντί για μάτια, ή να σου κρατήσει κρυφά το χαρτομάντιλο, τότε η θέση είναι κλειστή εδώ και χρόνια από μένα.

Σ’αγαπάω μικρέ κι ας έτρωγες πάντα όλη τη μερέντα και το ‘ριχνες πάνω μου. Κι εύχομαι κι αυτή που θα σου κλέψει την καρδιά, να καταλάβει πόσο μοναδική κι υπέροχη είναι. Μια καρδιά εφτά μηνών μόνο, που θέριεψε κι έγινε 17 χρονών. Ρωμαλέα, δυνατή. Κι αν σε πειράξει, το νου της, πες. Έχεις σωματοφύλακα.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου