Εκεί γεννήθηκαν.

Σ’ όλα τα «δε θα τα καταφέρεις», που φύτρωσαν στο κεφάλι σου από σκάρτα, μισά λόγια, απ’αυτά που πάντα πιστεύεις, παρά την κακία που αναγνωρίζεις μέσα τους.

Σ’ όλες τις φορές που ξέχασες για λίγο ποιος είσαι.

Δακρυσμένος, λειψός, τύφλα από ξίδια κακής ποιότητας, ανήμπορος να ξεχωρίσεις τη φαντασία από την αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα.

Σ’ όλα τ’ απογεύματα που έτρεξες ν’ ανοίξεις το φως, πριν προλάβει να τρυπώσει το σκοτάδι στο δωμάτιο, πριν προλάβουν οι ανοιχτές πόρτες να κλείσουν.

Σ’ όλες τις φορές που κοίταξες κάτω απ’το κρεβάτι σου να βρεις το τέρας, μα τελικά δεν κατάφερες να το προλάβεις. Τότε που κοιμήθηκες με την τηλεόραση ανοιχτή, να μη σου τρυπάει η ησυχία τ’αυτιά.

Σ’ όλα τα «δεν μπορώ» που έγιναν χαμένες μέρες. Κι οι μέρες, χρόνια, ζωή ολόκληρη που δε θυμάσαι πως πέρασε κι αν τελικά σου ‘δωσε κάτι να θυμάσαι.

Εκεί γεννήθηκαν όλοι σου οι φόβοι.

Μετά μεγάλωσαν, θήλασαν από την ανασφάλεια σου, θέριεψαν και πήραν μορφή, πιο ισχυρή απ’ τη δική σου.

Ήθελες να γίνεις καλλιτέχνης το θυμάσαι;

Να γράφεις ποίηση για τους απεγνωσμένους, να είσαι αναρχικός και να γυρίσεις τον κόσμο μ’ ένα σάκο και μια φωτογραφική μηχανή.

Να πηγαίνεις αντίθετα, να φωνάζεις γι’ αυτά που πιστεύεις, να προσπαθήσεις για την παγκόσμια ειρήνη κι ας σε λέγανε τρελό ή φαντασμένο.

Δεν πατούσες γη, ο στόχος ήτανε τ’αστέρια.

Ήθελες δυάρι κι αγκαλιά, μεθυσμένο σεξ σε γωνίες, ήθελες έρωτα βίαιο και ζωή στο ρίσκο.

Αντί γι’ αυτό, λιώνεις σ’ ένα αδιάφορο μεταλλικό γραφείο απ’τα ΙΚΕΑ, έχεις μια δουλίτσα, μια σχεσούλα, ένα σπιτάκι, είσαι βουτηγμένος στην αδράνεια και τη δηθενιά.

Κι εγώ ήθελα να ‘μαι ελεύθερη, μα πνίγηκα σε μισοτελειωμένες ιστορίες, σ’ ανθρώπους που δεν ήξεραν τί ήθελαν και μου φόρτωσαν την δική τους δειλία.

Αφήσαμε τους φόβους μας να μας καταπιούν.

Έγιναν απωθημένα που έβρεχαν κάθε βράδυ μαξιλάρια, άδειαζαν πακέτα και μπουκάλια.

Έκαναν το προσδόκιμο μια φτηνή επιβίωση.

Έγινε το «φοβάμαι» τρόπος ζωής και τα μισά πράγματα, συνήθεια.

Αυτό το γαμημένο «δε θα είμαι αρκετός», που χτυπούσε σαν στριγκλιά στα μέσα μας το συνηθίσαμε τόσο, που έγινε τελικά στ’ αυτιά μας ένα τραγούδι.

Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει μάθει να διεκδικεί. Θέλει να πηγαίνει με τη μάζα, να δηλώνει γιατρός στο ΙΚΑ και όχι χωρίς σύνορα.

Θέλει γάμο και παιδιά που τα εγκρίνει η μαμά και η εκκλησία, δάνειο με χαμηλό επιτόκιο και διακοπές στη Μύκονο ή τη Χαλκιδική.

Κι αν δεν τα θέλει, θα τα θελήσει με το στανιό.

Γιατί μόνο έτσι είναι σίγουρη η επιτυχία. Με συνταγή παλιά, χιλιοφορεμένη.

Ο φόβος εκεί, φρουρός και φίλος, κλειδώνει δυο φορές την πόρτα το βράδυ, κλείνει τα παράθυρα κι αφήνει απ’ έξω το φως.

Φτιάχνει μεθοδικά μια ζωή με ιδέες άλλων, με ηθική και αρχές που δε θέλησες ποτέ να υιοθετήσεις, μα τις δέχτηκες ως κοινωνικά απομεινάρια.

Σκουπίδια μιας σούπας που κατάφερε το σύστημα να μας περάσει ως νόμους κι εμείς τα φοβηθήκαμε τόσο που τ’ αγαπήσαμε για να μη μας βλάψουν.

Μα τελικά αυτό που φοβάσαι περισσότερο, είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα που θα σου χαρίσει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.

Χωρίς «γιατί» και «ίσως», που ακόμα και οι μεγαλύτερες ηλιθιότητες θα έχουν άλλη γεύση, ήπια και οικεία, γιατί θα ‘χουν προκύψει από σένα.

Θα είναι κομμάτι σου και θα τις αγαπάς, μαζί με όλα σου τα λάθη που σου έδειξαν μια μέρα το δρόμο προς την Ιθάκη σου.

Ακόμα και οι πιο σκοτεινοί φόβοι, μου ‘χαν πει κάποτε, φαντάζουν τόσο μικροί στο φως της μέρας.

Στείλε εκείνο το γαμημένο το μήνυμα κι ας μην απαντήσει ποτέ.

Παράτα τη Νομική και γράψου στην Καλών τεχνών, σπούδασε φιλοσοφία κι ας μην ξέρεις τι θα κάνεις όταν τελειώσεις.

Πες «σ’αγαπώ» και ξαναπές το γιατί δεν υπάρχει ψυχή που δε θέλει να το ακούει.

Μετά βρίσε, βρίσε πολύ, στείλε στο διάολο αυτούς που δε σου αξίζουν.

Φύγε απ’ότι σε σαπίζει κι ας τρέμεις το μετά.

Να θυμάσαι. Ο δρόμος που είναι πραγματικά δικός σου, είναι αυτός που σε φοβίζει περισσότερο.

Κι αν το ξεχνάω εγώ καμιά φορά, έλα να μου το ψιθυρίσεις. 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου