Την πρώτη φορά που είδα τη μάνα μου να κλαίει, έκρυψε το πρόσωπό της κι έφυγε τρέχοντας στο δωμάτιό της. Μετά μου είπε ότι μπήκε ένα σκουπιδάκι στο μάτι της.

Την πρώτη και τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου να κλαίει, ήταν κουλουριασμένος σε μια γωνιά γιατί δε θα ξανάβλεπε εκείνος τη δική του μάνα.

Την πρώτη φορά που είδα εκείνον να κλαίει, μου είπε να φύγω κι ότι δε θέλει να τον βλέπω σε αυτά τα χάλια.

Κι εγώ το μόνο που ήθελα να του πω είναι πως δεν μπορεί κάτι τόσο ευαίσθητο και διάφανο, να είναι χάλια.

Δεν μπορώ να καταλάβω αυτή την ενοχή των ανθρώπων με τα δάκρυα.

Ποιος όρισε τελοσπάντων πως μόνο τα χαμόγελα πρέπει να ακούγονται δυνατά;

Ποιος αποφάσισε πως όταν κλαις πρέπει να είσαι μόνος και σκυφτός, πρέπει να ντρέπεσαι, πρέπει να μη σε δουν, γιατί θα σε πουν αδύναμο.

Οι άντρες δεν κλαίνε.

Δεν έχω ξανακούσει μεγαλύτερη βλακεία, μα το Δία.

Μην κλαις, θα μεγαλώσεις, λένε στα παιδιά όταν χτυπάνε.

Μα πόνεσε, δεν το βλέπεις; Έχει ματώσει το πόδι του, όπως ματώνουν όλες εκείνες οι ψυχές, γιατί ο κόσμος σήμερα και χθες και αύριο ίσως, έδειξε το σκληρό του πρόσωπο.

Το να ενοχοποιείς τα δάκρυα είναι σα να καταδικάζεις το ίδιο το συναίσθημα.

Δε δέχεται ορισμούς η συγκίνηση, δε χωράει ταμπέλες, να έρθει ο δερβέναγας να μου πει πώς πρέπει να το νιώσω.

Το οτιδήποτε.

Και οι άνθρωποι που κλαίνε πολύ, δεν είναι δειλοί ούτε κλαψομούνηδες.

Ευαίσθητοι είναι και ακομπλεξάριστοι και μπορούν να αφήσουν τα πράγματα να τους οδηγήσουν σε όποιας μορφής εξωτερίκευση προκύψει.

Κι αν το παρατηρήσεις, κάποιος που θα συγκρατήσει το κλάμα του, θα συγκρατήσει και το χαμόγελό του. Έτσι πάνε αυτά.

Μα αν δεν αφήσεις μια φορά τον εαυτό σου να νιώσει μια γερή συγκίνηση, αν δεν κλάψεις μέχρι να αισθανθείς πως έκανες την πιο ολοκληρωμένη ψυχοθεραπεία, τότε πως θα ξεχωρίσεις μια ψεύτικη στιγμή από μια πέρα για πέρα ειλικρινή.

Λες και δικαιούσαι να φωνάζεις μέχρι να σπάσουν τα τζάμια από την ένταση, μα αν κλάψεις θα είναι επίκληση στο συναίσθημα για να κερδίσεις το παιχνίδι.

Όχι φίλε, κλαις γιατί έτσι γουστάρεις. Αυτό σου βγαίνει και καλά κάνεις. Άλλωστε τίποτα που προκύπτει με ειλικρίνεια από μέσα μας δεν είναι λάθος.

Έχεις δει ποτέ σου μάτια δακρυσμένα;

Πώς μπορείς να μην τα αγαπήσεις; Πώς γίνεται να νιώθεις ένοχος για κάτι που είσαι ανατομικά προδιαγεγραμμένος να κάνεις;

Κάθαρση ψυχής πάνω απ’ όλα.

Απ’ όλα τα πολύ του κόσμου.

Απ’ αυτά που πονάνε, που συγκινούν, που γεννούν ένταση, πάθη, φόβο, χαρά, λύπη.

Απ’ αυτά που αξίζει να ζεις και να θυμάσαι, σαν ένα δυνατό ηχηρό, απόλυτα διασκεδαστικό γέλιο.

Άλλωστε τι είναι η ζωή;

Ένα γερό κλάμα, ένα γερό γέλιο, δυο παγωτά και πολύς έρωτας.

Όλα τα άλλα βάλ’ τα για προσάναμμα.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου