Δε θα σου πω εγώ πόσο μεγάλη την έχεις την ενσυναίσθηση, πόσο σε επηρεάζουν τα γεγονότα και οι καταστάσεις, με δυο λόγια τα σκατά που συμβαίνουν στο μικρό μας μίζερο και τρισάθλιο χωριό που λέγεται Ελλαδιστάν. Δεν ξέρω πόσο μεγάλη ανάγκη σου δημιουργείται να μιλήσεις, να εκφραστείς, να αφήσεις το στίγμα και το μήνυμά σου γι΄αυτό το ένα γεγονός που σου συγκλόνισε την ύπαρξη κι ας μην αφορούσε άμεσα εσένα. Σε νιώθω και δε σε κρίνω, δε θα το έκανα ποτέ, το ίδιο κάνω κι εγώ γράφοντας τώρα αυτές τις λέξεις. Μαγκιά σου να ασχολείσαι, μαγκιά σου να σε νοιάζει, να έχεις άποψη.

Υπάρχει όμως εκείνη η γραμμή που χωρίζει το «με νοιάζει» από το τρέφω τη σαδιστική μου περιέργεια. Υπάρχει το «κάτσε ρε μαλάκα πέθανε ο άνθρωπος», και το ψαχτήρι στα σόσιάλ του για να δεις κι εσύ ως άλλος ηδονοβλεψίας τα εκατοντάδες-δεκάδες μηνυμάτων από δακρύβρεχτες κλαίουσες ιτιές που πονούν για τον χαμό του αδικοχαμένου παλικαριού-κοριτσιού. Υπάρχει το εμετικό follow μετά θάνατον, που τι προσπαθεί να αποδείξει ποτέ δεν κατάλαβα.

Ο θάνατος σε κάνει διασημότερο, ίσως αυτό. Ίσως πιο αγαπητό. Ίσως είναι πιο in πιο hot trend η συμπόνια, άλλωστε είσαι πολύ μαλάκας αν συνεχίζεις να βρίζεις κάποιον μετά θάνατον. Μπορεί να είσαι ο ίδιος που τρεις μήνες πριν κατέκραζες ό,τι είχε να κάνει με το πρόσωπο και τη ζωή του, μα τώρα που πέθανε είναι «παλικάρι» και οι καλοί παράδεισοι έρχονται και φεύγουν σαν ζεστά ψωμάκια.

Με κούρασες. Με κούρασε η θανατολαγνεία σου, η και καλά αγάπη σου για το συνάνθρωπο, όλη αυτή η ψεύτικη κατήφεια, το ποστ που έκανες κόπι πέιστ στο προφίλ σου για να δηλώσεις τη συμπαράστασή σου, να βρεθείς κι εσύ ψηφιακά παρών, να μπεις κι εσύ στον κουβά της ανόητης λαϊκίζουσας συμπόνιας του ίντερνετ, δέκα λεπτά πριν χτυπήσεις το πρώτο τζιν με τόνικ στη Μύκονο.

Δεν παίζουμε με τον πόνο. Είναι προσωπική υπόθεση κι αν δεν έχεις κάτι πολύ συγκεκριμένο να πεις, καλύτερα κλεισ΄το και μη μιλάς καθόλου. Μη μιλάς απλώς για να είσαι αρεστός, για να βουτήξεις κι εσύ στην ψυχολογία του πάνελ των τελεπερσόνων που χρησιμοποιούν το ανθρώπινο δράμα για να τρέφονται και να πηγαίνουν 10% στο νεανικό κοινό.

Γεμίσαμε από ψηφιακή συμπόνια, από σχόλια κάτω από φωτογραφίες και μετά θάνατον like και follow. Γιατί; Γιατί ρε παιδιά δεν μπορούμε να αφήσουμε τις οικογένειες να θρηνήσουν, να μείνουμε βουβοί και στη θέση μας, για μια φορά να μην προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάτι απ’ αυτό, ένα like και για μας, πέντε λεπτά φήμης λόγω της -και καλά- ευαισθησίας μας;

Ναι, ξέρεις με ποια αφορμή μιλάω και υπήρξαν κι άλλες πολλές και πριν από αυτή και δυστυχώς θα υπάρξουν κι άλλες. Κι εγώ μπήκα. Έψαξα ένα προφίλ που δε με είχε απασχολήσει ποτέ, μπήκα, διάβασα δυο σχόλια, σιχάθηκα τον εαυτό μου και την κατινίστικη περιέργειά μου. Βανδαλίζουμε, μα αντί για σπασμένα τζάμια και καμένα αυτοκίνητα, μένει μόνο ένα ψηφιακό στίγμα, οπότε κοιμόμαστε ήσυχοι πως κανείς ποτέ δε θα το μάθει. Μα θα το ξέρουμε εμείς κι αυτό πρέπει να αρκεί. Την επόμενη φορά λοιπόν που θα πας να το παίξεις Άννα Δρούζα των φτωχών, σκέψου. Πόσα like αξίζει τελικά ο ανθρώπινος πόνος;

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου