Ως άξιο αρσενικό και ‘γω, λοιπόν, έχω μοιράσει πόνο.

Δεν ήθελα τίποτα άλλο απ’ το να με αποδεχτούν και να αναγνωρίσουν την άξια μου. 

Ψάχνω την αγάπη και την αποδοχή έξω και γι’ αυτό μέχρι σήμερα συνεχίζω να έχω μέσα μου ένα κενό.

Ούτε έφυγε εκείνη η μοναξιά που νιώθω κάτι βράδια, όταν αντί να χαρώ το ζεστό κορμί σου δίπλα μου, σηκώθηκα όταν η ανάσα σου έγινε βαριά, ντύθηκα στα γρήγορα και έφυγα σαν κλέφτης με το κεφάλι χαμηλά.

Οι επαφές μου πριν χρόνια άτσαλες και τραγικές. Η συνέχεια αναπόφευκτη με πορνό και ντουζάκι της κάθαρσης για να διώξω την βρωμιά. Σαν τις πόρνες με συνείδηση.

Το πήρα απόφαση ότι κάτι έπρεπε να αλλάξω και κατάλαβα ότι αυτό ήταν μέσα μου. Και σαν προσευχή στους θεούς του Σκότους, που ακούνε πιο συχνά, πήρα την απάντηση μου.

Κοινωνίες βυθισμένες στον ελιτισμό και την μυστικοπάθεια με ένα και μοναδικό στόχο. Την σεξουαλική επιτυχία και την αποπλάνηση των γυναικών.

Ήταν το Άγιο Δισκοπότηρο που έψαχνα. Αυτό που θα γέμιζε την ψυχή μου μετά από χρόνια. Δε θα επέστρεφα στα παλιά. Δεν ήθελα καν να τα θυμάμαι. Φορτώθηκα στείρες γνώσεις και άρχισα να βλέπω αποτελέσματα.

Αυτές όλο νόημα να μου δίνουν τον αριθμό τους και εγώ να παίρνω durex σαν ερωτευμένος 18αρης. Ξαπλώναμε μαζί όσο πιο γρήγορα γινόταν και αν ήθελες να με «νιώσεις» έπαιρνες γκριμάτσες και κράξιμο. Και από ‘δω παν κι άλλες.

Όμως μοιάζουμε. Σε ό,τι κατέχει νου και συνείδηση δεν ισχύει ο κανόνας των ετερώνυμων, γλυκιά μου.

Δεν μπορείς να με φτιάξεις όσο και να σου την σπάει το στυλάκι που προβάλλω. Ακόμα και αν σου είπα κάτι λίγο απ’ την ιστορία μου, μια μεθυσμένη από κρασιά νύχτα.

Δε θέλω να αλλάξω, δε θέλω να ανοιχτώ. Και αν τύχει και βρεθεί κάποια και μου ταράξει την πίστη μου, θα πνίξω κάθε αμφιβολία σε δυο μπουκάλια παρέα με τους φίλους μου, καρφώνοντας στα μάτια το δυτικό γκομενάκι που κουνιέται και τσεκάρει τον χώρο.

Και όταν περάσουν οι μνηστήρες από μπροστά της θα κάνω νόημα να έρθει σε ‘μένα λες και είμαι πασάς. Και θα έρθει, γιατί δεν την κοίταξε κανείς έτσι απόψε.

Και θα φύγουμε μαζί. Και θα την ξεχάσω μέχρι να κλείσω πίσω μου την πόρτα της.

Ναι, θα φάω τις σφαλιάρες μου, αλλά θα επιμείνω. Θα αλλάξω τις απλές (πλέον) τακτικές μου και θα εμβαθύνω κι άλλο στην ψυχολογία της έλξης. Γιατί η έλξη δεν είναι επιλογή και ξέρω πως δουλεύει.

Θα λέω τις ιστορίες μου και καθώς όλοι γελάμε θα δεις μια φευγαλέα έκφραση λύπης στα χείλη μου. Η νύχτα που έρχεται φταίει, να ξέρεις. Αλλά προσαρμόζομαι.

Βλέπεις, πιστεύω το παραμύθι που εγώ έφτιαξα και ζω κάθε μέρα. Παίρνω αυτό που θέλω και κυρίως γουστάρω με την πάρτη μου κάθε φορά που μου στέλνεις μήνυμα, μετά το πρώτο μας βράδυ.

Επιβεβαιώνομαι πως είμαι δυνατός και δεν μπορείς να μου το στερήσεις, γιατί δε με νοιάζουν αυτά που θες να πιστεύεις. 

Ακόμα και όταν με σκυλοβρίζεις, ανοίγω τα χέρια μου σαν πατέρας που καταλαβαίνει, γιατί απλά δεν με αγγίζουν οι προσβολές σου.

Δε μου μιλάς, αλλά γεμίζεις συναισθήματα όταν θυμάσαι πως σε έκανα να νιώσεις. Μπερδεμένα, αλλά δυνατά.

Και βγαίνεις να γνωρίσεις τον Πέτρο που σου πλασάρει η φίλη σου που είναι πολύ καλό παιδί. Και είναι. Αλλά του ζητάς να σε κεράσει ένα σφηνάκι για πλάκα και εκείνος μες την καύλα φωνάζει «Ό,τι θέλει η κοπελιά!» Θα πιεις, θα χορέψεις με Ρέμο, θα γεμίσεις.

Όμως πριν φύγεις απ’ το μαγαζί, μου στέλνεις μήνυμα, χωρίς να σε δει η φίλη, αν θέλω να περάσω απ το σπίτι. Κάνεις δυο απανωτά τσιγάρα πριν σου απαντήσω ότι θα έρθω. Τρελαμένη απ’ την φωτιά μέσα σου, μόνο που δεν τρέχεις να μαζέψεις άπλυτα και να βουρτσίσεις δόντια.

Ήρθα, πέσαμε μαζί και μετά από τρεις και ώρες που πέρασαν σα νερό, γαμώ την σχετικότητά σου, μου λες να μη φύγω.

Περιμένεις την άρνηση μου που θα κάνει το μαρτύριο σου πιο εύκολο. Αλλά μια γλυκιά μου έκφραση σε εκπλήσσει και γεμίζεις ελπίδα, καθώς σου ξεφεύγει ένα πλατύ χαμόγελο.

Σηκώνομαι βιαστικά, φεύγω μέσα την νύχτα και νιώθεις το κενό μου στο κρεβάτι σου πολλαπλασιασμένο στην ψυχή σου.

Οι μάσκες πήγαν να πέσουν, αλλά βλέπεις φοβόμαστε και οι δυο. Δε φοβάμαι να νιώσω πράγματα για ‘σένα. Φοβάμαι μην τύχει και αλλάξω σε κάτι που δε θέλω.

Δε φοβάσαι να κοιμηθείς μόνη σου. Το αν έπρεπε να με αφήσεις να φύγω, φοβάσαι να σκεφτείς.

Συντάκτης: Γιάννης Κατάκης